«Βράδυ του Γενάρη. Κρύα ξαστεριά» του Κνουτ Έντεγκορντ

ΒΡΑΔΥ ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ. ΚΡΥΑ ΞΑΣΤΕΡΙΑ
(Μόλντε 1955)

Βράδυ του Γενάρη. Κρύα ξαστεριά.

Κουδούνισμα του πάγου
λεπτό σαν τις αγορίστικες φωνές μας
μες στο σκοτάδι: η ελκηθροπαρέα σκαρφάλωσε
ως το Κρίνγκσιο, το χωράφι του προπάππου μου
ψηλά κάτω από τ’ άστρα,

και ξάφνου γλιστράει! Ολόγυρα πετιούνται σπίθες
όταν η λάμα βρίσκει σε κόκκους άμμου, το έλκηθρο κάνει
στο πλάι, γυρίζει γύρω-γύρω, εγώ πέφτω πίσω
στον κατάμαυρο γλιστερό πάγο με το κεφάλι ανάμεσα στο Βόρειο Σέλας
και τ’ άστρα

στο απύθμενο χάος των άστρων και της νύχτας: το
Άπειρο με διαπέρασε σαν βροντή, το χωράφι του προπάππου γλίστρησε
λοξά, στριφογυρνώντας πάνω από όλες τις πλαγιές
αλλά ξανακάθισε στη θέση του, αστροφέγγοντας.
Αστροφέγγοντας ήρθαν προς το μέρος μου, σαν νιφάδες
στο σκοτάδι ψηλά πάνω απ’ του Μόλντε την πόλη: ο Ματίας, ο Όλε Μπγιορν,
ο Ρούνε, η παιδική μου ελκηθροπαρέα

που άκουσε το Θεό ν’ ανασαίνει
ανάμεσα στο Βόρειο Σέλας και τ’ αστέρια,
που είδε το χωράφι του προπάππου να ταξιδεύει χάνεται
μέσα στο άπειρο,
που είδε τα κορμιά μας να τρεμολάμπουν
σαν φώτα μυστικά μες στο σκοτάδι

μια βραδιά του Γενάρη το ’55 στο Μόλντε.

Κνουτ Έντεγκορντ (Knut Ødegaard, γεν. 1945 στο Μόλντε της Νορβηγίας)
μετάφραση: Σωτήρης Σουλιώτης