ΤΟΛΜΗΡΗ ΓΑΛΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

Η Αλίνα, καλοχτενισμένη,

Σινάμενη και κουνιστή

Στο σπίτι μου ήρθε γελαστή

Σ’αγόρι μεταμφιεσμένη.

Γιατί φοβόταν, η κουτή,

Αν ήταν γυναικεία ντυμένη,

Πως θα την άφηνα να μένει

Έξω απ’την πόρτα την κλειστή.

Ομολογώ πως αρχικά

Εθύμωσα πραγματικά.

Μα ήταν χαριτωμένη τόσο

Που απ’τη ντροπή για να τη σώσω

Της φέρθηκα καθώς σε κόρη

Που θέλει να περνάει για αγόρι.

Δυο φίλες τη λαχταριστή

Κι ονειρεμένη παραζάλη

Του έρωτα ψάχνουν στη ζεστή

Η μια της άλλης την αγκάλη.

Τ’αθώα τους σπαταλώντας κάλλη

Παίζουν με χάρη ζηλευτή

Άλλοτε η μια κι άλλοτε η άλλη

Ρόλο ερωμένης, εραστή.

Μ’αλοίμονο, ό,τι και να κάνουν

Τις όμορφές τους μέρες χάνουν.

Ποτέ τους δεν ικανοποιούνται.

Όσο κι αν προσπαθούν, να βρουν

Στο αγκάλιασμά τους δεν μπορούν

Την ηδονή που μας αρνιούνται.

Grecourt [1683-1743]

ΜΙΑμέρα του καλοκαιριού ζεστή

Στου ύπνου έχει πέσει η Λίζα την αγκάλη.

Κι είναι έτσι τροφαντή, λαχταριστή

Που άγιο μπορεί σε πειρασμό να βάλει.

Το μισοσηκωμένο νυχτικό της

Στα έκθαμβα μάτια αφήνει να φανεί

Ο θησαυρός της άγουρής της νιότης

Και μέσα μου φουντώνει η ηδονή.

Πάνω της λαύρος πέφτω. Αυτή θαρρεί

Πως κάποιο πράμα μέσα της σαλεύει.

Ξυπνάει ευθύς και λέει: «Τι τυχερή

Κοιμάμαι εγώ κι η τύχη μου δουλεύει.»
Ο ι γ ό β ε ς

Του αντρός της η Μαριώ με νάζι

Καινούργιες γόβες του ζητάει

Στο πανηγύρι για να πάει,

Κι ο κουνενές τής αγοράζει.

Μα μόλις μένει εκείνη μόνη

Τον υπηρέτη της φωνάζει

Που τη χουφτιάζει, της τον χώνει

Σαν το χαντρί κομπολογιού.

Κι αυτή τα πόδια τού περνάει

Θηλειά στη ρίζα του λαιμού.

Κείνη την ώρα να και φτάνει

Ανύποπτος ο κερατάς

Που βλέποντάς την – «Ε, της κάνει,

Αν στον αέρα περπατάς

Θε να’χεις τα ποδήματά σου

Ως τα βαθειά γεράματά σου.»

Alexis Piron [1689-1773]