Τηλεργασία: Ένα νέο, βελτιωμένο περιβάλλον εργασίας ή ένας πιθανός μελλοντικός κίνδυνος;
Συγγραφή-επιμέλεια κειμένου : Μαρία-Φιλομήλα Κερεμέζη
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Η τηλεργασία έχει τις ρίζες της στον ευρύτερο χώρο των τηλεπικοινωνιών. Το 1877 στις Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να “γεννήθηκε” ο όρος τηλεπικοινωνία, όταν για πρώτη φορά ένας πρόεδρος τράπεζας στη Βοστόνη επέκτεινε την τηλεφωνική γραμμή της Τράπεζας και την συνέδεσε με αυτή του σπιτιού του, στο Somerville της Μασαχουσέτης, ώστε να έχει άμεση επικοινωνία.
Βέβαια, την εποχή εκείνη το να συλλάβει κανείς τον όρο τηλεπικοινωνία και να μιλήσει συνειδητά γι’ αυτήν ήταν κάτι ουτοπικό. Αρχής γενομένης λοιπόν από το 1877, οι τηλεπικοινωνίες στις Ηνωμένες Πολιτείες διαγράφουν μια θαυμαστή πορεία μέχρι και σήμερα. Πολλά project και εφαρμογές των τηλεπικοινωνιών πραγματοποιήθηκαν από ιδιωτικούς φορείς, αλλά και από οργανισμούς δημόσιας εμβέλειας όπως η NASA και ο Αμερικανικός Στρατός.
Ο «πατέρας» της τηλεργασίας και των τηλεπικοινωνιών θεωρείται ο Jack Nilles, που το 1972 καθιερώθηκε ως ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας. Το 1973, ο Nilles εφάρμοσε το πρώτο του project στον τομέα της τηλεργασίας με επιτυχία, και αυτή ήταν η αρχή της καταξίωσής του στο χώρο αυτό.
Από κει και μετά, πολυάριθμες δραστηριότητες τηλεργασίας πραγματοποιήθηκαν με κύριους φορείς υλοποίησης τα Πανεπιστήμια, το δημόσιο και τέλος τον ιδιωτικό τομέα.
Ο όρος τηλεργασία στην Ευρώπη φαίνεται να παρουσιάζεται και να χρησιμοποιείται πρώτα στις Σκανδιναβικές χώρες, όπου και πρωτοεμφανίζεται ο όρος «telecottage». Οι Reeve και MacKay (1993) υποστηρίζουν ότι η ιδέα του telecottage ήταν του Δανού Jan Michel, που έκανε λόγο σε ένα σεμινάριο στο Jomland (στην κεντροδυτική Σουηδία) στις αρχές του 1980 για την “telestuga” (σουηδικός όρος). Κατόπιν αυτού, το πρώτο σουηδικό telecottage δημιουργήθηκε γύρω στα 1985 στο Vemdalen (κοντά στα σύνορα με τη Νορβηγία). Το σκανδιναβικό telecottage υιοθετήθηκε στη συνέχεια από τους Βρετανούς γύρω στα 1989 και στις μέρες μας είναι γνωστό σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες.
Ο διάδοχος του telecottage είναι το πιο γνωστό σε όλους μας «κέντρο τηλεργασίας». Πρόκειται για μια εξελιγμένη μορφή του telecottage, η οποία φαίνεται ότι βρήκε εφαρμογή πρώτα στις αγγλοσαξονικές χώρες. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι το πρώτο γνωστό κέντρο τηλεργασίας ιδρύθηκε στη Γαλλία στο Marne-la-Valle, το δεύτερο στο Nykvarn, στη Σουηδία (1982), και το τρίτο στο Benglen, στην Ελβετία (1985).
ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΤΗΛΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
Δεν υπάρχει μέχρι στιγμής μια συστηματική μέτρηση των τηλεργαζομένων στην Ελλάδα, από την οποία να μπορούν να βγουν και συμπεράσματα για το προφίλ και τα χαρακτηριστικά που εμφανίζουν, αν και η αγορά φαίνεται όλο και περισσότερο να ενδιαφέρεται για την εισαγωγή αυτής της μορφής εργασίας.
Οι χώροι παρόλα αυτά, που εμφανίζουν τη μεγαλύτερη ανάπτυξη αναφορικά με την παροχή εργασίας από απόσταση είναι ο χώρος της τηλεϊατρικής και της εκπαίδευσης.
Επομένως, οι τηλεργαζόμενοι έχουν υψηλό ακαδημαϊκό status, καθώς επίσης και καλή τουλάχιστον γνώση πληροφορικής και συστημάτων αυτοματισμού γραφείου.
Είναι σημαντικό, όμως ,να αναφερθεί, ότι και στις δύο από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις, η τηλεργασία χρησιμοποιείται, είτε ως δευτερεύουσα εργασία παράλληλα με μια κύρια (εκπαίδευση), είτε ως μια υπηρεσία, που παρέχεται επιπρόσθετα στη βασική εργασία (ιατρική). Θα μπορούσαμε, λοιπόν, στην περίπτωση της Ελλάδας, να συνάγουμε, ότι η αγορά Τηλεργασίας βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο και αποτελείται από μεταβατικούς χρήστες ή χρήστες που κατά βάση δεν είναι τηλεργαζόμενοι αλλά τηλεργάζονται.
Επίσης θα πρέπει να αναφερθεί ότι εκτός των παραπάνω περιπτώσεων, στις οποίες οι τηλεργαζόμενοι είναι άτομα υψηλών προδιαγραφών και ικανοτήτων, υπάρχουν και άλλες ομάδες που συχνά συγχέονται με την τηλεργασία, με την έννοια, ότι εργάζονται από απόσταση ή όχι στην κύρια έδρα του εργοδότη (τέτοιες περιπτώσεις είναι το outsourcing και το φασόν).
Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα χαρακτηριστικά του εργατικού δυναμικού αλλάζουν, και οι περιπτώσεις αυτές είναι περισσότερο ή λιγότερο υποβαθμισμένες.
Η περίπτωση του φασόν απασχολεί σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα γυναίκες, και κυρίως στην επαγγελματική ομάδα της ένδυσης και υπόδησης.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι το φασόν περιγράφει τις περιπτώσεις της υπεργολαβίας και όχι μια σχέση εργασίας που ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε συνεχή βάση αλλά σε απόσταση από την έδρα του. Από την άλλη πλευρά, το outsourcing είναι ένας ευέλικτος τρόπος απασχόλησης, δεν έχει επί τους ουσίας σχέση με την τηλεργασία, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις παρέχεται στην έδρα της εταιρίας που έχει «ενοικιάσει» τον εργαζόμενο.
Δεν θα πρέπει να αποτελεί στρέβλωση το γεγονός, ότι ο εργαζόμενος εργάζεται σε άλλη εταιρία από αυτή που ανήκει.
Γενικά, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι στην ελληνική περίπτωση οι τηλεργαζόμενοι φαίνεται να είναι μεταβατικοί χρήστες (transition or partial users), δηλαδή, είτε είναι τηλεργαζόμενοι χωρίς όμως να ανήκουν τυπικά σε αυτό το σύστημα και χωρίς το ίδιο το σύστημα να είναι συνολικά οργανωμένο, είτε εμφανίζονται δευτερευόντως τηλεργαζόμενοι (on the way to the system but not get there). Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός, ότι οι επιχειρήσεις σε πολύ υψηλό ποσοστό (περίπου 80%) δηλώνουν, ότι προσλαμβάνουν συχνά προσωπικό με γνώσεις και δεξιότητες που αντιστοιχούν στα εργασιακά καθήκοντα, γεγονός που αναδεικνύει τη σημασία που δίνουν στην τυπική και επαγγελματική εκπαίδευση.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ψάχνοντας θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί και σε πολλά άλλα. Σίγουρα, όμως, για να λειτουργήσει η τηλεργασία αποτελεσματικά και ενσωματωμένα στον παραγωγικό ιστό «είναι απαραίτητο να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο πολιτικής για τις αγορές εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών, το οποίο θα διευκολύνει τη δυναμική αυτή αναπροσαρμογή, θα ενθαρρύνει τις απαραίτητες νέες επενδύσεις, αλλά ταυτόχρονα θα προετοιμάζει το εργατικό δυναμικό για τις νέες δεξιότητες που θα κυριαρχήσουν στην αγορά εργασίας»
ΠΗΓΕΣ
Αναστασίου Θ. (2007), « Τηλεργασία: Μορφή, οφέλη, προπτικές. ¨ενας πρακτικός οδηγός για χρήση της τηλεργασίας σε μια μικρομεσαία επιχείρηση», Ινστιτούτο Οπτικοακουστικών Μέσων, Αθήνα.
Βλασσόπουλος Γ. ( 2005), «Τηλεργασία» , Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα