Τάσος Λειβαδίτης – Θυμάμαι (Μάνα)
Θυμάμαι το 36
κάθε βράδυ μόλις κατάφερνε ο πατέρας να φέρει ένα καρβέλι ψωμί.
Άχνιζαν στο τραπέζι λίγες βραστές πατάτες .
Μα καθώς άρχιζε να μας μιλάει για την Ισπανία που πολεμούσε
τ’ άδειο τραπέζι γέμιζε μονομιάς σημαίες, οδοφράγματα, τραγούδια
νοιώθαμε να χορταίνουμε .
Η μάνα ακούμπαγε το μπάλωμα στα γόνατα κι άκουγε σιωπηλή.
Μάνα, που είσαι , μάνα
έζησες όλες σου τις μέρες με δάκρυα
έζησες όλα τα βράδια σου με μια κούπα φασκόμηλο και μια φέτα ψωμί
ήμουν μεγάλος, άντρας πια, κι έκλαψα σαν μικρό παιδί
σαν έμαθα πως είχες κάποτε ζητιανέψει
για μας μάνα
μάνα
ο άνεμος σάρωνε το στρατόπεδο
πεθαίναμε απ’ την πείνα και την παγωνιά
μα εγώ έβρισκα λίγο απάγκιο γιατί μου ‘στελνες την έγνοια σου.
Τώρα έφυγες , μάνα, δίχως να σε δω.
Πέθανες την ώρα που έτρωγα με τα μάτια τον ορίζοντα
πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα
να βρω κατά πού πέφτει το σπίτι μας
να βρω μια μικρή σπίθα απ’ το μεγάλο τζάκι της στοργής σου.
Μα απόψε, συγχώρα με, σε νοιώθω, μάνα, και σένα πολύ μακριά.
Απόψε νοιώθω σαν να μην είμαι πια δικό σου παιδί.
Είναι τα εκατομμύρια αδέρφια μου κι ο αγώνας μας που σαν μια γόνιμη φαρδιά κοιλιά με γέννησε σ’ αυτό το σταυροδρόμι που φυσάει.
Και το τραγούδι μου γεννήθηκε μες στα αίματα όπως γεννιέται μια σημαία…
Μητρότητα- Τάσος Λειβαδίτης
Την έβλεπε συχνά στον ύπνο του, (εδώ και χρόνια, πεθαμένη μου μητέρα),
και πάντα το παράξενο εκείνο όνειρο: το μισοσκότεινο δωμάτιο,
όπως τότε, οι σιγανές κουβέντες πλάι στο φέρετρο, κι οι φλόγες των κεριών που τρέμαν
καθώς από την ανοιγμένη πόρτα έμπαινε αθόρυβα
η μεγάλη νύχτα. Όλα τα ίδια. Μόνο Εκείνη
δεν ήταν η ίδια (α, μητέρα) – θέλω να πω δεν ήταν πια μονάχη, μα δίπλα της, σ’ ένα άλλο φέρετρο,
ξανά εκείνη, το ίδιο αγαπημένο πρόσωπο
πεθαμένο δυο φορές, τα ίδια εκείνα χέρια που όλα τα συγχωρούσαν, σταυρωμένα
δυο φορές, δυο μητέρες όμοιες, πλαγιασμένες σε δυο φέρετρα –
λες κι η απέραντη, πλημμυρισμένη της μητρότητα
που την είχε κάνει να ζήσει αμέτρητες ζωές
να μην χωρούσε τώρα μόνο
σ’ ένα θάνατο.