Δέσαν τ’ αγέρι του νοτιά
σε ξύλο κέδρου και ιτιάς
άκουσα πόλεμο θεριό
κι ήταν κρύα σκοτεινιά
και εσύ φευγιό χλωμό πουλί
τ’ ανέμου πια δεν καρτερείς
να βρεις φιλί να ανταμωθείς
να πάρεις πέλαγα πλατιά
δρόμους να ανοίξεις για να ρθει
να ρθει ξανά την κυριακή
να ρθει ξανά με την αυγή
δρόμους μες από δύσβατα βουνά χαμοπετάς
π’ ανοίχθηκαν μ’ αίμα των κρίνων σου τ’ αρκιβά
παν από θάλασσες πετάς βαθιές
θάλασσας μαύρες σκοτεινές
να βρεις και κείνα τ’ άμοιρα παιδιά
που στο όνειρό τους το γλυκό
πόλεμο είδαν και φωτιά
πόσο να αντέξεις τη σκλαβιά
πως να πετάξω κει ψηλά
κλείσαν στα αίματα βαθειά
πένθιμα σύρονταν πουλιά
κι ο ουρανός είναι βαρύς
της λησμονιάς τους το καημό
που να τον δέσω πες μου που
σε ποιου αστέρι της ελπίδας φως
πως να βαστάξεις ουρανέ τόσο του κόσμου απονιά
να ιδώ αλλιώς το κόσμο τούτο το φρικτό πως να αντέξω να σωθώ
που φυγες όνειρο παλιό
να ναι πρωί με της αγάπης σου φιλί
κείνο το χέρι το μικρό να σ’ αγκαλιάζει με στοργή
που φυγες όνειρό παλιό να με γλυκάνεις την αυγή
κείνο το χέρι που αγαπώ να το φιλώ άστρο και φως μου και ζωή
σβήσαν τ’ άστρα της αυγής σβήσαν του ήλιου το λαμπρό το φως
πως να βαστάξω το καημό που είναι βαρύς ο ουρανός
να δεις ζωή να καρτερείς με του ήλιου το γλυκό το φως
μη καρτερώ μη καρτερώ πες τε μου μη καρτερώ
τούτο το αίμα είναι βαθύ να με σηκώσει δεν χωρεί
ήλιε μου ανέτειλε γοργά να βρει
ο έρμος να βρει το δρομί που χει ξερίζωμα απ τη γη
και έχει το πόθο του αγκαλιά να βρει μια γη
να δει το γέλιο στο παιδί να αναπαυτεί
κείνο που το χει στην καρδιά κείνο που το χει αγκαλιά
να πάψει κλάμα του παιδιού να γίνει γέλιο στην αστροφεγγιά
κι άκουα ψίθυρους αιχμηρούς θρήνους πουλιών στη χαραυγή
κι ήταν πληγές στου κόσμου το κορμί κι άλλο δεν βάσταε η ψυχή
στης νιότης βάλανε τ’όνειρο φωτιά κι έλαμψε μάτι φθονερό
κι ήταν αγγέλων οι φωνές ήταν σάλπιγγες πολλές
και άκουα μάνταλα βαριά
κλείναν τις πόρτες του βορά
κι είπαν πως ήτανε στοιχειά
πως σώθηκαν και δεν υπήρχαν πια
τα Ελέη του μεγάλου του θεού
γινήκαν αγγέλων ικριώματα αιχμηρά
στης νιότης των παιδιών το φονικό
σάλπιγμα αγγέλων από ψηλά
κι έλεγαν τρέξτε τρέξτε ως εδώ
τούτος ο τόπος σας βαστά θα στέκει πάντα να αγρυπνά
τούτος ο λαός σας συμπονά δούλος και πρόσφυγας κι αυτός
ήταν των ίδιων αφεντικών
κι άκουα ψίθυρους και βουητά
κι ήταν πληγές στου κόσμου το κορμί
και ήταν το χθες και το προχθές
το αύριο και το ξανά ξανά
κλείσαν τις πόρτες στο βορά
σάλπισμα αγγέλων από ψηλά
αμφίδρομοι άνεμοι εσχατιάς
του ταξιδιού μας στων καιρών
στα πέρατα στης αμφιλύκης την αχλή
κυκλάμινα τα χέρια των παιδιών
να τα φιλήσω δεν μπορώ
δεν παίζουν πια μες την αυλή
αφήσαμε πάλι το πρωί να ταν όνειρο θαρρείς
κι ήταν της νύχτας η σιγαλιά έρημη αφεγγιά
ρίψαν τα ψήγματα στη ρίζα της αψιθυμιάς
κι ήταν μέρα κι ήσουνα φως
κι ήσουν δάσκαλος φτωχός
κι είπαν πως ήταν ψέματα πολλά
μόνο που σώθηκαν και δεν υπήρχαν πια
τα ελέη του μεγάλου θεού
κυκλάμινα στα χέρια των παιδιών
ψήγματα ρίψαν αψιθιάς στης πέτρας τη ρίζα να βαστά
κι ήταν μέρα κι ήσουνε φως κι ήσουνε δάσκαλος φτωχός
που φύγες όνειρο παλιό
πως να αντέξω να σωθώ