Πέτρα την πέτρα ψηλαφεί το χέρι
μες το θαμπό νερό μιας λίμνης που βυθίζει
τούτη η νύκτα και τα κλεισμένα αστέρια τρέμουν το ‘να δίπλα στο άλλο θαμπά στη γύμνια
σ’ έναν καιρό που κλίνει σκοτισμένα, μάτια
σκεπάζοντας με τη σιωπή τ’ απόμακρο φεγγάρι
το λιγοστό του φως σβήνοντας σιγαλά μες τα νερά της βυθισμένης μνήμης
πίσω από την πέτρα
που ψηλαφεί το χέρι, σ’ έναν καιρό που στάζει
πνιγερός μολύβι
μέσα στους πόρους και τους κλείνει καθώς βαθαίνει
πάνω στα φύλλα σκορπώντας τα
κάτω απ’ ανέμους που ξεσέρνουν χλωμά παραδομένα μες σ’ ένα ασάλευτο σκοτάδι που απλώνει σαν πένθιμο σεντόνι
σκεπάζοντας με θαλπωρή για όσο βαστάνε τις ρίζες
– χέρια και μάτια –
κάτω από το σώμα μες την σκουριά το αίμα που κυλάει κτυπώντας
Σ’ ένα καιρό που κλίνει μάτια σκοτισμένα
Ψηλάφισε
στην πέτρα πάνω τα σημάδια
πέρα και κάτω απ’ το θρόισμα των φύλλων
Χαμήλωσε
αν μπορείς το βλέμμα κι αφουγκράσου μόνο,
κάτω απ’ το πρόσωπο π’ αλλάζει
της λίμνης της ασάλευτης τον ήχο
που κοιμάται και μας κοιμίζει
στο συναπάντημα της πέτρας με το κύμα
τον ψίθυρο που λαμπυρίζει λευκός μέσα στο αίμα σαν πέφτεις από θλίψη που σε κυρτώνει και σε φθίνει
τα λόγια στο κατρακύλισμα που οι πέτρες ψιθυρίζουν
λόγια δεμένα άρρητα από σερνάμενα χέρια που αγκαλιάζουν στοργικά χαμογελώντας για λίγο αίμα
καθώς βουλιάξαν καθώς κοιτούνε
τα άστρα ψηλά στερεωμένα και
το φεγγαρόφωτο που όλα τ’ αλλάζει
καθώς απλώνει
στις πέτρες στο γυμνό το ξύλο και τα σκοτάδια το χαμογέλιο που αγγίζεις και ψηλαφίζεις και σε τυφλώνουν
Οι στάλες που μας πνίγουν καθώς κοιτώ
τα πόδια σου μες το νερό και βλέπω
το σπίτι τα ρούχα οι αλλαξιές σαπίζουν
και το βιός μας
παραδομένα όλα σαν
κάποιο πλοίο σκουριασμένο στην ομίχλη που πλησιάζει
στην προκυμαία
καθώς κοιτούμε δίχως λογισμό κουνώντας αλαφρά τα χέρια μας αλαφρά και αόριστα ναυαγισμένοι
κι οι φωνές απ ‘ τους έρημους δρόμους
και τα σταυροδρόμια σωπαίνουν, βουβά
τα χέρια απ’ τα αίματα κάτω αργοσαλεύουν
πάνω στη λάσπη
το μειδίαμα μιας προσωπίδας που μας θέλγει
μα το λυχνάρι θα να ‘χε σβήσει καθώς τρεμόφεγγε η φλόγα κι η νύκτα
στα μάτια που ακονίζουν μες το χλωμό το φως του λυχναριού απέραντη
στα στόματα που μαρτυρούν κι ανιστορούν μ’ ανείπωτες λέξεις
Κείνα τα μάτια μες απ’ το βάθος της νύκτας πίσω από το κατώφλι το μεγάλο
τα ένιωσα πάνω μου να με κοιτούν
όταν καιγόμουν μες τις σταγόνες που σε διψούν
κάτω απ’ τον κτύπο απ’ το αίμα μες τις φλέβες που καίνε
δρασκελώντας τους αόρατους αρμούς της ζωής
σιωπηλά άδεια γύρω απ’ τις πέτρες που μ’ έκλειναν
μες το πηγάδι δίχως νερό τη νύκτα ψηλαφώντας τα σημάδια που ‘σβηναν και ‘γραφαν μου ‘λεγαν και προδίδαν τις πληγές που κλείναν και ανοίγαν σαν άδεια μάτια
Ένας άγγελος μου ψιθυρίζει πετώντας πάνω απ τα νερά της λίμνης
– Βαθύτερα ψάξε κάτω απ’ το νερό
εκείνη την πέτρα που καίει
άγγιξέ την !
Θλίβομαι περσότερο καθώς στέκομαι να τον βλέπω να παίζει με την ρομφαία του αδέξια. Μια θλίψη που δεν μπορεί να κατανοήσει ….
πέτρα στην πέτρα ..
κι όνειρο λησμονημένο
ρίζες γυμνές απεκδυόμενες το χώμα -χέρια και μάτια – βαθιά στο σώμα
ρίζες γυμνές στην πέτρα πάνω μένουν
Νοέμβρης 2019