Σύνδρομο της Στοκχόλμης – Ένας δεσμός μεταξύ θύτη και θύματος

Σύνδρομο της Στοκχόλμης. Ο όρος επινοήθηκε από τον Nils Bejerot, Σουηδό εγκληματολόγο και ψυχίατρο που είχε τον ρόλο συμβούλου της αστυνομίας, για να περιγράψει ένα συγκεκριμένο ψυχολογικό φαινόμενο που παρατηρήθηκε σε ομήρους κατά την διάρκεια μιας ληστείας στην Στοκχόλμη το

Η εξήγηση της ψυχολογίας

Από την πλευρά της ψυχολογίας το Σύνδρομο της Στοκχόλμης έγκειται ουσιαστικά σε έναν βασικό και εξαιρετικά δυνατό παράγοντα: το ένστικτο της επιβίωσης.

Όταν ένα άτομο βρίσκεται υπό συνθήκες πίεσης, αναζητά ενστικτωδώς τρόπους να επαναφέρει την ισορροπία του. Για να αμυνθεί απέναντι στο άγχος που του δημιουργείται και να πάψει να φαίνεται ως θύμα, συνδέεται ασυνείδητα με αυτόν που του επιτίθεται και διαμορφώνει γι’ αυτόν θετικά συναισθήματα. Αυτομάτως ο “εχθρός” γίνεται ένα “καλό και φιλικό” πρόσωπο, άρα και “ακίνδυνο”.

Ο όμηρος ή το θύμα μιας τέτοιας συνθήκης αποδέχεται την κατάσταση ως άμυνα για να επιβιώσει και τείνει να αισθάνεται και ευγνωμοσύνη για μικρές πράξεις καλοσύνης που δέχεται από τον εκάστοτε κακοποιητή του. Μια καλή σχέση μεταξύ θύτη και θύματος επιτρέπει στο άτομο να σκέφτεται πιο ανθρωπιστικά πιστεύοντας ότι ο θύτης δεν είναι πια απειλή.

Εκτός από περιπτώσεις απαγωγής και ομηρείας, ενδείξεις που παραπέμπουν στο Σύνδρομο της Στοκχόλμης εμφανίζονται σε άτομα που έχουν βιώσει δυνατά γεγονότα κακοποίησης, όπως κακοποιημένες γυναίκες και παιδιά, αιχμάλωτοι πολέμου, θύματα αιμομιξίας, μέλη παραθρησκευτικών οργανώσεων, θύματα trafficking, αλλά και πιο “καθημερινές”, χειριστικές σχέσεις που βασίζονται στην άσκηση εξουσίας και φόβου (οικογενειακές, ερωτικές κτλ).

Το θύμα κακοποίησης χρησιμοποιεί ασυναίσθητα αυτό το συναισθηματικό δέσιμο με τον κακοποιητή του ως μια στρατηγική επιβίωσης στην μεταξύ τους κατάσταση. Με την συμπάθεια και την υποστήριξη που καλλιεργεί για εκείνον, αυξάνει τις πιθανότητες να λάβει καλύτερη συμπεριφορά και περισσότερη φροντίδα.

Φυσικά αυτό δεν συμβαίνει σε κάθε περίπτωση ομηρείας ή κακοποίησης. Κυρίως φαίνεται πως προκαλείται η εμφάνισή του από τέσσερις παράγοντες: 1. όταν το θύμα πιστεύει πως ο θύτης θα εκτελέσει τις απειλές του, 2. όταν θεωρεί πως υπάρχει έστω κάποιο ποσοστό ανθρώπινης καλοσύνης στον θύτη, 3. όταν το θύμα έχει απομονωθεί από άλλους ανθρώπους και τη γνώμη τους και 4. όταν το θύμα αισθάνεται πως δεν έχει κανέναν τρόπο διαφυγής.

Σε κάθε περίπτωση πάντως η ψυχολογική πίεση που βιώνει το θύμα και η ψυχοσωματική του κόπωση σ’ αυτή την προσπάθεια επιβίωσης, αντικατοπτρίζονται με διάφορες συμπεριφορές και συμπτώματα, όπως: ανησυχία, αγχωτική διαταραχή, κατάθλιψη, επιθετικότητα, ευερεθιστότητα, ενοχή, αποξένωση, αδυναμία, φόβος, θολή μνήμη, διαταραχές ύπνου, κακός βιορυθμός και επιδείνωση συνθηκών υγείας.

Τα συμπτώματα αυτά ενδέχεται να διαρκέσουν και για αρκετά χρόνια και είναι σημαντική για την αντιμετώπισή τους η ύπαρξη ψυχολογικής υποστήριξης και μιας βοηθητικής θεραπείας.