. Επαίτης για ένα πιάτο φαγητό απ τους περαστικούς, απλωμένο χέρι μες το κρύο, παγωμένη τσέπη, χαμηλούς μετρά η αξιοπρέπεια σφυγμούς. Στις γειτονιές τα φώτα σβήνουμε νωρίς, σκοτάδι απλώθηκε στις πόλεις, εάλω η Πατρίς.
Λεγόμαστε άνθρωποι, πλέον κατ ευφημισμόν, ξεχάσαμε τον συνάνθρωπο, λόγω των κακουχιών. Τυχερός ο άστεγος, μες τα προβλήματα της επιβίωσης, δεν πληρώνει φόρους, μονάχα τίμημα της απαξίωσης.
Δεν έρχεται από την εφορία το εκκαθαριστικό, κάρτα για ομιλία ανύπαρκτη, αφού δεν έχει κινητό. Και λεγόμαστε άνθρωποι, κλεισμένοι στον εαυτό μας, μεταλλάχθηκαμε, γίναμε ευυπόληπτοι μισάνθρωποι, στο καβούκι του εγωισμού μας. Στις πλατείες των ανοιχτών συγκεντρώσεων, με πλαστικές σημαίες, θύματα των υποσχέσεων, νεκρές αξίες, χελώνες ιδέες. Στα παγκάκια κατάληψη από τους καταφρονεμένους, στα κιβώτια ύπνος τα βράδια, και περιφρόνηση ολκής απ τους απογοητευμένους.
Και λεγόμαστε άνθρωποι, ενώ στους δρόμους η φτώχεια κοιμάται, κλεισμένοι στο σπίτι μας, απορώ γιατί δεν ξυπνάτε. Ζήσε μια νύχτα σε χαρτόκουτα για πρόχειρο κρεββάτι, μείνε νηστικός, δίχως φαγητό, νερό,ούτε αλάτι.
Αν στο πετσί του φτωχοποιημένου δεν καταφέρεις να μπεις, παράτα τα όλα, δώσε ένα τέλος, δεν αξίζει να ζείς. Γιώργος Μιχαλόπουλος Μια ζωή μέσα στους δρόμους, άποροι, κρύο τις νύχτες, μια ζωή σε κάδους για τροφή να ψάχνουν ως τρωγλοδύτες. ΥΓ Τελικά γύρω μας υπάρχουνε άνθρωποι, όμως ντρέπονται να το δηλώσουν. Φροντίζουν το τομάρι τους απ την κρίση να σώσουν. Μην διαφημίζετε την επάρκεια πλούτου