Οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν ενώπιον του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας, ύστερα από παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών τον Ιούνιο 1995.
Εκείνη την περίοδο σύσσωμη η ελληνική κοινωνία παρακολουθούσε την έναρξη της δίκης ενώ οι ομολογίες και οι λεπτομέρειες των ειδεχθών εγκλημάτων «πάγωναν» το πανελλήνιο. Ήταν χαρακτηριστικό μάλιστα ότι προτού αρχίσει η δίκη, οι δικαστικές Αρχές, εξαιτίας της δημοσιοποίησης κατά την ανακριτική διαδικασία των πολύπλοκων καταθέσεων και των απολογιών των κατηγορουμένων στα ΜΜΕ, απαγόρευσαν τη δημοσίευση άλλων στοιχείων. Στις 23 Ιουνίου 1995 οι κατηγορούμενοι απολογήθηκαν στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο, περιγράφοντας λεπτομερώς τη ζωή τους μετά την «μύηση» στο σατανισμό, αλλά απέφυγαν να μιλήσουν για τις εγκληματικές τους πράξεις.
Λίγες μέρες αργότερα και συγκεκριμένα την 1η Ιουλίου του 1995, το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο, καταδίκασε τους Α. Κατσούλα σε συνολική ποινή δύο φορές ισόβιας κάθειρξης και πρόσκαιρης κάθειρξης 12 ετών και 10 μηνών και τον Δημητροκάλλη σε συνολική ποινή δύο φορές ισόβιας κάθειρξης και πρόσκαιρης κάθειρξης 9 ετών και 10 μηνών για την κατά συναυτουργία τέλεση δύο ανθρωποκτονιών, καθώς επίσης για αντιποίηση δημόσιας εξουσίας, παράνομη κατακράτηση, αρπαγή ανηλίκου, καθύβριση του θρησκεύματος και σύσταση προς διάπραξη κακουργημάτων. Επιπρόσθετα, ο Ασημάκης Κατσούλας για βιασμό, ενώ ο συναυτουργός του Δημητροκάλλης για απλή συνέργεια.
Από την άλλη η συγκατηγορούμενή τους Δ. Μαργέτη, καταδικάστηκε σε συνολική ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης 17 ετών και 4 μηνών, αφού της αναγνωρίστηκε η ελαφρυντική περίσταση της μετεφηβικής ηλικία, όπως επίσης για απλή συνέργεια σε κάθε μία από τις ανθρωποκτονίες και αρπαγή ανηλίκου. Δύο χρόνια αργότερα οι τρεις καταδικασθέντες μέσω των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, ζήτησαν την επανεξέταση κατ’ ουσίαν της υπόθεσης από ανώτερο όργανο.