Με την ανάγκη γράφτηκε ιστορία
Για να πιάσουμε το νήμα της ιστορίας από την αρχή θα πρέπει να γυρίσουμε σχεδόν 100 χρόνια πίσω. Στα τέλη της δεκαετίας του 1910 και στις αρχές της επόμενης η Αθήνα άρχισε να δέχεται καραβάνια προσφύγων. Με το πέρας του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και την Μικρασιατική καταστροφή αύξησε κατακόρυφα τον αριθμό του πληθυσμού. Συγκεκριμένα, κατά τη δεκαετία του 1920 υπολογίζεται ότι εισέρρευσαν περί το 1.300.000 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.
Επόμενο ήταν λοιπόν με την άφιξη όλων αυτών των κυμάτων ανθρώπων οι ανάγκες για νερό να πολλαπλασιαστούν. Η ιδέα ενός φράγματος στον Μαραθώνα φάνταζε λοιπόν ιδανική λύση στο επικείμενο πρόβλημα, τα προβλήματα που έπρεπε όμως να επιλυθούν ήταν πολλά.
Οι προσπάθειες ξεκίνησαν από το 1918, όμως για να πέσουν οι τελικές υπογραφές χρειάστηκε να φτάσουμε μέχρι το 1924. Η πολιτική αστάθεια της εποχής έβαλε πολλά εμπόδια μέχρι να φτάσουμε στην έγκριση του σχεδίου το 1923 και τη υπογραφή της σύμβασης στις 22 Δεκεμβρίου του 1924 ανάμεσα στο ελληνικό δημόσιο, την Τράπεζα Αθηνών και την αμερικανική εταιρία Ούλεν που ανέλαβε την ολοκλήρωση του έργου.

Όχι απλά ένα φράγμα
Το πρώτο σκέλος των εργασιών αφορούσε τη δημιουργία της τεχνητής λίμνης. Το φράγμα αποφασίστηκε να γίνει επί του ποταμού Χαράδρου, στο σημείο που διασταυρώνεται με τον ποταμό Βαρνάβα και απέχει 8 χλμ από την πόλη του Μαραθώνα.
. –
Τα θεμέλια έπεσαν το 1926 και για την κατασκευή του χρειάστηκαν χιλιάδες άνθρωποι να δουλεύουν νυχθημερόν. Στην περιοχή δημιουργήθηκε ένας πρόχειρος καταυλισμός στον οποίο και διέμεναν οι εργάτες.
.
Το φράγμα έχει ύψος 54 μ., μήκος 285 μ., πλάτος κορυφής 4,5 μ. και πλάτος βάσης 28 μ., ενώ κατατάσσεται στα φράγματα βαρύτητας. Πολλοί το θεωρούν ως ένα έργο τέχνης. Η πρόσοψη του φράγματος καθώς και άλλες εμφανείς κατασκευές επενδύθηκαν με πεντελικό μάρμαρο, το κατ’ εξοχήν υλικό κατασκευής του Παρθενώνα κάτι που το καθιστά μοναδικό σε όλο τον κόσμο,ενώ εσωτερικά αποτελείται από σκυρόδεμα, το οποίο είναι φτιαγμένο με θραυσμένο μάρμαρο, τσιμέντο και ηφαιστειακή τέφρα!
.
Το φράγμα του Μαραθώνα θεωρήθηκε μείζον κατασκευαστικό έργο για την εποχή του, συμβολίζοντας τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Η τότε Κυβέρνηση έδωσε μεγάλη βαρύτητα στην ολοκλήρωση της κατασκευής του αφού συμβόλιζε την νέα εποχή της Ελλάδας.
Το δεύτερο μεγάλο στοίχημα αφορούσε τον τρόπο μεταφοράς του νερού από τον Μαραθώνα στην Αθήνα. Υπήρξαν πολλές προτεινόμενες διαδρομές, όμως τελικά προτιμήθηκε εκείνη που είχε σχεδιάσει η εταιρία “Ford, Bacon & Davis”.
Παρά τις αρχικές αντιδράσεις οι μηχανικοί της Ούλεν επιβεβαίωσαν ότι μπορούν να φέρουν εις πέρας το έργο το οποίο θεωρήθηκε πρωτοποριακό για την εποχή του. Η σήραγγα Μπογιατίου, όπως έμεινε γνωστή, ξεκίνησε ταυτόχρονα να ανοίγεται από τα δύο άκρα της. Το ένα ήταν στη λίμνη και το άλλο από τη Χελιδονού.
Συνεργείο που εργάστηκε στη διάνοιξη της Σήραγγας Μπογιατίου, σε αναμνηστική φωτογραφία ΠΗΓΗ: ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΕΥΔΑΠ
Η αρχική πρόβλεψη έκανε λόγο για ολοκλήρωση του έργου σε οκτώ χρόνια, όμως τελικά χρειάστηκε λιγότερος χρόνος. Περίπου 450 άνθρωποι εργάστηκαν σε βάρδιες για να δημιουργήσουν το τούνελ συνολικού μήκους 13.4 χιλιομέτρων και το ολοκλήρωσαν στις 9 Φεβρουαρίου του 1931, σχεδόν τέσσερα χρόνια νωρίτερα από την αρχική πρόβλεψη.
Από τον Ιούνιο του 1931 τέθηκε σε λειτουργία η σήραγγα η οποία από το 1932 αποτέλεσε την βασική πηγή νερού για την Αθήνα και τον Πειραιά.
Υπολογίζεται ότι η σήραγγα Μπογιατίου μετέφερε από τον Μαραθώνα στις υδρευτικές εγκαταστάσεις του Γαλατσίου 500 γαλόνια νερό ανά δευτερόλεπτο και το 1932 η Αθήνα και ο Πειραιάς “είχαν επάρκεια νερού”, με μέση ημερήσια κατανάλωση 31.350 κ.μ. από την οποία το 70% προερχόταν από τη λίμνη του Μαραθώνα.
ΠΗΓΗ: ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΕΥΔΑΠ
Το φράγμα του Μαραθώνα συνέχισε να αποτελεί την κύρια πηγή νερού μέχρι το 1959, όταν και κρίθηκε σκόπιμη η άντληση νερού από τη λίμνη Υλίκη.