Τα Αίτια και οι Αφορμές του Πολέμου
Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος, διεξήχθηκε από τη Βουλγαρία εναντίον της Ελλάδας και της Σερβίας. Στην τελευταία φάση του πολέμου επενέβηκαν και η Ρουμανία και Τουρκία. Άρχισε στις 17 Ιουνίου του 1913 και έληξε με ανακωχή στις 17 Ιουλίου 1913 και επίσημα με τη Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου, στις 28 Ιουλίου 1913.
Τα πρώτα νέφη της καταιγίδας του Β’ Βαλκανικού Πολέμου εμφανίστηκαν στον ορίζοντα από τις αρχές ακόμα του πολέμου κατά της Τουρκίας. Συγκεκριμένα, αμέσως αφού σημειώθηκαν οι πρώτες νίκες κατά του τουρκικού Στρατού και το αποτέλεσμα του πολέμου διαγραφόταν ευνοϊκό και γρήγορο, άρχισε να αναπτύσσεται μεταξύ των Συμμάχων το αίσθημα της διχόνοιας και της δυσπιστίας, λόγω της έντονης τάσεως για την κατάληψη περισσότερων εδαφών, κυρίως από την πλευρά της Βουλγαρίας, για την ικανοποίηση των εθνικών τους βλέψεων.
Η πρώτη χαρακτηριστική εκδήλωση αυτής της τάσεως σημειώθηκε μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας για το ζήτημα της Θεσσαλονίκης. Όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενο κεφάλαιο, η 7η Βουλγαρική Μεραρχία από τη μέση κοιλάδα του Στρυμόνα βρέθηκε στην πεδιάδα των Σερρών και στη συνέχεια, κινήθηκε αστραπιαία, χωρίς καμιά τουρκική αντίδραση, προς τη Θεσσαλονίκη.
Την εσπέρα της 26ης Οκτωβρίου έφτασε στην Άσσυρο, ενώ από τις 17.00 της αυτής ημέρας ο Χασάν Ταξίν-πασάς είχε παραδοθεί αιχμάλωτος με ολόκληρη τη φρουρά του και ο ελληνικός Στρατός, αφού κατέλαβε την πόλη με την 7η Ελληνική Μεραρχία, προέλαυνε από τα δυτικά προς τα ανατολικά, βόρεια της Θεσσαλονίκης, για τη σταθεροποίηση του νικηφόρου αποτελέσματος.
Παράλληλα, το ελληνικό στρατηγείο, όταν πληροφορήθηκε την προσέγγιση των Βουλγάρων, ειδοποίησε εγγράφως το διοικητή της Μεραρχίας τους για την παράδοση των Τούρκων και της πόλεως. Όμως, οι Βούλγαροι, στις 27 Οκτωβρίου, εξακολούθησαν την προώθησή τους και ενώ καθ’όδόν έλαβαν και νέο έγγραφο του Ελληνικού Στρατηγείου, έταξαν το πυροβολικό τους και έβαλλαν κατά της Θεσσαλονίκης και των Τούρκων, που είχαν πλέον συνθηκολογήσει.
Σκοπός των Βουλγάρων ήταν να δημιουργήσουν την εντύπωση της από κοινού με τους Έλληνες καταλήψεως της πόλεως, αγνοώντας τις σχετικές ειδοποιήσεις και να επιτύχουν συγκυριαρχία. Όμως, η σθεναρή στάση της 7η Ελληνικής Μεραρχίας και της ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας γενικότερα, απέτρεψαν αυτό. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι η Θεσσαλονίκη αντιπροσώπευε για τους Βουλγάρους την προς τα νότια ολοκλήρωση της «Μεγάλης Βουλγαρίας».
Στις 19 Φεβρουάριου 1913 και ενώ διαρκούσε ο πόλεμος με την Τουρκία, έλαβε χώρα μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων η συμπλοκή στη Νιγρίτα. Το επεισόδιο διευθετήθηκε, πλην οι συμπλοκές δε σταμάτησαν.
Η σπουδαιότερη συμπλοκή σημειώθηκε από 10-17 Μαΐου στην περιοχή του Παγγαίου, που εξελίχτηκε σε πραγματική μάχη. Όλες αυτές σι συμπλοκές οφείλονταν στην τάση των Βουλγάρων να επεκτείνουν τα κατεχόμενα απ’ αυτούς εδάφη. Κατόπιν της διαλλακτικότητας της Ελληνικής Κυβερνήσεως, συμφωνήθηκε η χάραξη γραμμής διαχωρίσεως μεταξύ των ελληνικών και βουλγαρικών στρατευμάτων, η οποία όμως σε αρκετά σημεία δεν εφαρμόστηκε από βουλγαρικής πλευράς. Και εκτός από αυτά, πριν ακόμα υπογράφει η Συνθήκη Ειρήνης με την Τουρκία, οι Βούλγαροι συγκέντρωναν στρατεύματα έναντι των Ελλήνων και Σέρβων.
Ανάλογες τάσεις και προστριβές σημειώθηκαν και μεταξύ των Σέρβων και Βουλγάρων. Οι προϋποθέσεις στις οποίες είχε βασιστεί η Σερβοβουλγαρική Συνθήκη Φιλίας και Συμμαχίας του 1912, είχαν ριζικά μεταβληθεί. Ειδικότερα, η Σερβία αναγκάστηκε από τις Μ. Δυνάμεις, κατόπιν αξιώσεως της Αυστρίας για ανεξαρτητοποίηση της Αλβανίας, να αποσυρθεί από την Αλβανία και να στερηθεί της διεξόδου της προς την Αδριατική.
Εκτός όμως από αυτό, ενώ η Βουλγαρία είχε την υποχρέωση να συμπράξει με τους Σέρβους στην κοιλάδα του Αξιού κατά των Τούρκων, με δύναμη 100 χιλ. ανδρών, διέθεσε μόνο τη Μεραρχία Θεοδωρώφ και αυτή την ανάστρεψε προς τη Θεσσαλονίκη. Αντίθετα, η Σερβία, χωρίς να έχει υποχρέωση, βοήθησε τη Βουλγαρία με δύναμη 50 χιλ. ανδρών και με τα μεγάλου διαμετρήματος πυροβόλα της για την κατάληψη της Αδριανουπόλεως. Επομένως, οι Σέρβοι αξίωναν τώρα να διατηρήσουν όλα (πλην της Αλβανίας) τα εδάφη που είχαν κατακτήσει, αναθεωρούμενης της Συνθήκης συμμαχίας, πράγμα που οι Βούλγαροι δεν αποδέχονταν.
Τέλος, η τότε βουλγαρική πολιτική, παραγνωρίζοντας το δίκαιο των άλλων Συμμάχων και ισχυριζόμενη ότι πρόσφερε τις περισσότερες δυνάμεις και θυσίες στον πόλεμο, αλλά και για λόγους γεωγραφικούς και εθνολογικούς, απαιτούσε να περιέλθει σ’ αυτήν ολόκληρη σχεδόν η Μακεδονία. Επρόκειτο για παράλογες αξιώσεις προσαρτήσεως περιοχών, όπως οι περιοχές Σερρών και Δράμας, με το επιχείρημα της γειτνιάσεως προς τη Βουλγαρία. Το ίδιο αξιούσε και για την προσάρτηση του διαμερίσματος της Καστοριάς, με το επιχείρημα ότι εθνολογικά ήταν Βουλγαρικό, μολονότι αυτό βρίσκεται μακριά της Βουλγαρίας. Για τη Θεσσαλονίκη, λόγω της μεγαλύτερης συμβολής των Βουλγάρων στον πόλεμο, παραγνώριζε την υπόψη πολιτική τους ακόμα και την αποφασιστική συμβολή του ελληνικού Στόλου στο Αιγαίο, η οποία απέτρεψε μεταφορές των Τούρκων από τη Μ. Ασία προς τη Θράκη – όπου το Βουλγαρικό Θέατρο Επιχειρήσεων.
Συνοψίζοντας, τα αίτια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου ανάγονται:
στις διεκδικήσεις των συμμάχων Κρατών του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας, για τη διανομή των απελευθερωμένων από τους Τούρκους εδαφών της Βαλκανικής Χερσονήσου.
στην επεκτατική πολιτική της τότε Βουλγαρικής Κυβερνήσεως, η οποία απέβλεπε στην ενσωμάτωση ολόκληρης σχεδόν της Μακεδονίας, ουσιαστικά δηλαδή στην ανασύσταση της «Μεγάλης Βουλγαρίας της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου του 1878», σε βάρος της Ελλάδας και της Σερβίας.
στις επεμβάσεις των Μ. Δυνάμεων, για τη ρύθμιση των σχετικά με τη διανομή διαφορών, ανάλογα με τα απώτερα συμφέροντά τους στο χώρο της Βαλκανικής.
Επίσης, οι αφορμές του Β’ Βαλκανικού Πολέμου αποδίδονται στις προκλήσεις, στις προστριβές, στα μεθοριακά επεισόδια και, κυρίως, στις συμπλοκές μεταξύ των στρατών των τέως Συμμάχων, οι οποίες άρχισαν, ενώ διαρκούσε ακόμα ο πόλεμος κατά των Τούρκων και συνεχίστηκαν μέχρι την παραμονή του μεταξύ τους πολέμου.