ΠΟΙΗΣΗ ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ!ΣΤΟ AVATON RADIO.GR ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΡΑΔΥ 21.00

Λυπημένα δειλινά
Στῆς γειτονιᾶς τῆς φτωχικῆς
γυρίζει ὁ νοῦς μου τὰ στενά,
τὰ λυπημένα δειλινὰ
στοχάζομαι τῆς Κυριακῆς.

Μέσα στὴν κόκκινη ἀντηλιὰ
τὸ μαραμένο θηλυκὸ
δίχως ἐλπίδα καὶ μιλιὰ
ποτίζει τὸ βασιλικό.

Κανεὶς διαβάτης δὲν περνᾷ,
κανένα αὐτὴ δὲν καρτερεῖ
ποὺ στὸ μπαλκόνι ὀρθὴ φορεῖ
τὸ γιορτινό της τὸ γκρενᾶ.

Σὰ μοῖρα κάθεται μία γριά.
Στὸ φῶς μιᾶς πόρτας ρημαδιοῦ
μακραίνει ὁ ἴσκιος τοῦ παιδιοῦ…
Καμπάνα ἀκούγεται μακριά…

Στὸ σύννεφο τὸ βυσσινὶ
θὰ πέσει ὁ ἥλιος νὰ κρυφτεῖ.
Ψαλμὸς ἀκούγεται ἡ φωνὴ
τοῦ τελευταίου πραματευτῆ.

Ὅλα σταμάτησαν ἐκεῖ.
Ἀργεῖ πολὺ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βραδιά…
Πῶς ἔχω τὴν ψυχὴ βαριά,
Τὸ δειλινὸ τὴν Κυριακή!

(ἀπὸ Τὰ θεῖα δῶρα)

Σερενάδα στὸ παράθυρο τοῦ σοφοῦ
Σοφέ μου, τὸ τετράσοφο
ποὺ σὲ φωτάει λυχνάρι
νἄτανε, λέει, φεγγάρι
καὶ σὺ εἴκοσι χρονῶ!

Νἄτανε τάχα ἡ γνώση σου
μὲ τὸν ἀγέρα ἀμάχη,
γιὰ δασωμένη ράχη
ξεκίνημα πρωινό…

Νἄτανε τάχα ἡ σκέψη σου
συρτοῦ χοροῦ τραγούδια
μίαν ἀγκαλιὰ λουλούδια
μίαν ἱστορία τρελλή,

τὰ μύρια ποὺ δὲ γνώρισες
νερὸ θἆν τάειχες μάθει
μὲ δάσκαλο τὰ πάθη
μ᾿ ἕνα κλεφτὸ φιλί.

Πολὺ τὴν καταφρόνεσες
τὴ ζωή, πανάθεμά τη…
Καὶ τώρα; Εἶναι φευγάτη
σὰν ὄνειρο πρωινό.

Χειλάκια ἀνθοῦν στὴ γειτονιὰ
γαρούφαλα στὴ γλάστρα–
καὶ σὺ διαβάζεις τ᾿ ἄστρα
καὶ τὸ βαθὺ οὐρανό.

(ἀπὸ Τὰ θεῖα δῶρα)

Ἀπολογία στὰ Ζῷα
Σὰν ἀλαργεύουν ἀπὸ μὲ γεμάτοι τρόμο οἱ γάτοι
θαρρώντας ποὺ ἀπαντήθηκαν μὲ φοβερὸ διαβάτη
ἂς ἦταν, Θέ μου, δυνατὸ νὰ βγοῦνε ἀπ᾿ τὴν ἀπάτη.

Ὁ ἴσκιος ποὺ τρέχει νὰ χαθεῖ παράμερα τοῦ δρόμου
μέσ᾿ στὰ βαθειὰ μεσάνυχτα ποὺ πάω στὸ φτωχικό μου
νὰ τὄξερε τί ἀνάξιος ὁποὖμαι τέτοιου τρόμου!

Μὲ τῶν προγόνων τους θὰ ζοῦν τὰ θολωμένα φρένα
καὶ τρέμουνε τὸν ἄνθρωπο τὰ ζῷα τ᾿ ἀγαπημένα
ἴσως κι ἐγώ, σκληρὸ παιδί, νὰ τἆχα ἀδικημένα.

Μὰ τώρα ποὔχω μέσα μου ἐλέους κι ἀγάπης βρύση
πολλῶν ψυχῶν τὰ κρίματα μποροῦσε νὰ τὰ σβήσει
στῆς γάτας τὸ γουναρικὸ τὸ χάδι μου ἂν γλυστρήσει.

Στὴ μοναξιά μας τὴν ἱερὴ καὶ τὴ βαθειὰ ἡσυχία
ὅταν ἐκείνη ἀργοπατεῖ στὰ μάταια τὰ βιβλία
δὲν εἶναι ἡ σιωπή μας νοῦς, ὁ λόγος ἀνοησία;

Βουβὴ ἡ ἁφή, μὰ νόημα κι ὑπομονὴ γεμάτη
χαϊδεύοντας τὴ ράχη τοῦ γυρτῆ, ἁπαλή, χνουδάτη,
μιλεῖ τοῦ ζῴου γιὰ τὴ φριχτὴν ἀνθρώπινην ἀπάτη.

Ἂς ἦταν ἡ ἀσημότερη κι ἡ πιὸ κυνηγημένη
στὸ κρύο! τὴ νύχτα! ἀπὸ στενὸ σοκάκι μαζεμένη
ἀπὸ τὶς δοῦλες καὶ τὶς γριὲς ἀναθεματισμένη

ἀπὸ τὸ πετροβόλημα παιδιῶν φοβερισμένη
γιὰ ζεστασιά! γιὰ μίλημα! γιὰ χάδι πεινασμένη
αὐτὴ ποὺ θάτανε γραφτὸ νὰ κάμω εὐτυχισμένη!

(ἀπὸ τὸ Νεοέλληνες Λυρικοί, Βασικὴ Βιβλιοθήκη 29,
«Ἀετός» A.E., 1954)

ΑΚΟΥΣΤΕ ΜΑΣ

avatonradio.com/chat