ΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ

Ο ποιητής Γιάννης Κοντός μιλάει στους παρευρισκόμενους κατά την διάρκεια παρουσίασης βιβλίου του Ζωγράφου Δημήτρη Μυταρά με τίτλο «Η Γλώσσα της Τέχνης» στο Ίδρυμα Ευγενίδου. Αθήνα, Δευτέρα 08 Απριλίου 2013 ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/Φώτης Πλέγας Γ.

<<Φυσικά ένα ποίημα γράφουμε μια ζωή. Όταν σωρεύεις (εμπειρίες, χρώματα, έρωτες, περιπέτειες, πολιτικές, διάφορους φόβους, γνωριμίες, προδοσίες, κάποιες συναντήσεις που δεν ξεχνάς ποτέ κ.α.), όπως μπαίνει στη μνήμη και ανακατεύεται με τα καθημερινά δημιουργεί το λόγο σου, εν προκειμένω γίνεται ποίημα – αν το θες- και συνεχίζεις ισοβίως ένα ποίημα μακρύ και ατέλειωτο, μια κουβέρτα και με αυτό τυλίγεσαι τα κρύα βράδια. Βλέπετε απαντώ ποιητικά στο ερώτημά σας. Έτσι λειτουργώ. Εξάλλου είναι πράγματα και μυστήρια που είναι μαγικά και δεν εξηγούνται αλλιώς. Επιμένω παρ’ όλες τις αλλαγές, τα νέα στοιχεία, τις τόσες μουσικές, ουσιαστικά ένα ποίημα συνεχίζουμε>>.

Πώς να σε πάρει ο ύπνος

Πώς να σε πάρει ο ύπνος με τέτοιες μυρουδιές ένα γύρο σου; Θαμμένοι σ’ ένα σπίτι αποστειρωμένο, μέσα σε γάζες και στο οινόπνευμα.

Ακουμπισμένοι στο γραμμόφωνο που παίζει τα τραγούδια που μας έκαναν άντρες. Περνούμε κάτι βδομάδες όλο αργές και επικίνδυνα σιωπηλές Κυριακές.

Πού και πού πεταγόμαστε από τον λήθαργο νομίζοντας ότι ακούμε σφυρίγματα, μουσικές κι ιαχές. Τρέχουμε στη μισάνοιχτη πόρτα. Τίποτα.

Μόνο ο κρεμασμένος μένει στη θέση του – στον στύλο του ηλεκτρικού – Και Δευτέρα δεν έρχεται ποτέ. Από τη συλλογή «Περιμετρική», εκδ. Κέδρος, 2000.

Φούντωσε το χορτάρι στο δωμάτιο.

Δεν μπορώ να μετακινηθώ. Ένα λιοντάρι με περιεργάζεται με τα κίτρινα μάτια του.

Δεν είμαι ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων, ο Γιάννης είμαι και δεν θέλω ούτε λιοντάρια ούτε ανθρώπους. Το δωμάτιο θέλω να καθαρίσω και να καθίσω σε μια καρέκλα να ξεκουραστώ. Από τη συλλογή «Τα οστά», εκδ. Κέδρος, 1982.

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/top-5-kontos/ ]