Παιδικά κι εφηβικά χρόνια
Γεννήθηκε στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, το σημερινό Βιζέ της Τουρκίας, στις 8 Μαρτίου 1849, γιος πολύ φτωχικής οικογένειας. Ο πατέρας του, Μιχαήλος Σύρμας, δούλευε στα καμίνια του ασβέστη. Αργότερα έγινε πραματευτής και πέθανε από τύφο το 1854 αφήνοντας τον γιό του ορφανό σε ηλικία 5 ετών.
Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια: τον Μιχαήλο, που πέθανε τρία χρόνια πριν από τον Γεώργιο, τον Χρηστάκη, τον αδικοσκοτωμένο ταχυδρόμο, για τον οποίο μιλά στο διήγημά του Ποιος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου, και δύο κορίτσια, την Άννα, που πέθανε με τις συνθήκες που περιγράφει στο Αμάρτημα της μητρός μου και την Αννιώ, που πήρε το όνομα της αδελφής της, αλλά πέθανε κι αυτή μικρή.[4] Σε ηλικία 10 ετών οι παππούδες του τον στέλνουν στην Κωνσταντινούπολη κοντά σε ένα θείο του για να μάθει ραπτική.
Μετα από 2-3 χρόνια πεθαίνει όμως ο θείος του κι εγκαταλείπει τη ραπτική, επιστρέφοντας στο σχολείο προστατευόμενος από τον Κύπριο έμπορο, Γιάγκο Γεωργιάδη. Παραμένει στην Πόλη μέχρι την ηλικία των 18 και τον Ιούλιο του 1868 ταξιδεύει ως προστατευόμενος του αρχιεπισκόπου Κύπρου, Σωφρονίου Β΄ και ζει για τέσσερα χρόνια στην Κύπρο(Λευκωσία). Εκεί φοιτά στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας, αριστεύει στα μαθήματα, ορίζεται “ευταξίας”(σχολικός επιμελητής), διαμένει στην Αρχιεπισκοπή, φορά ράσα και τελεί ιεροψάλτης (ο Σωφρόνιος τον προόριζε για την ιερωσύνη). Ερωτεύεται όμως παράφορα τη νεαρή Ελένη Φυσεντζίδη και της γράφει ερωτικά ποιήματα, “παράπτωμα” για το οποίο τιμωρείται με επιτίμιο[5]. Η Φυσεντζίδη τον είχε ερωτευτεί τόσο που δεν παντρεύτηκε ως τα 40 της περιμένοντάς τον και πολλά χρόνια μετά το θάνατό του, με άσπρα μαλλιά η ίδια το 1930, διηγήθηκε από μνήμης σε δημοσιογράφο τα ποιήματα που της είχε γράψει.
Ασθένεια και θάνατος
Το 1890 αρχίζουν να τον ταλαιπωρούν πόνοι από νόσημα του μυελού των οστών[9] που του φέρνουν αυπνίες, τον καθιστούν ανίκανο να εργαστεί και τον εξαντλούν σωματικά κι οικονομικά. Έπειτα από σύσταση γιατρού μεταβαίνει το καλοκαίρι του ίδιου έτους σε θερμές, ιαματικές πηγές στο Badgastein της Αυστρίας. Σε επιστολή του προς το μικρότερο αδελφό του Μιχαήλο γράφει
«Τούτο (το νόσημα) ευρίσκεται μέσα εις την κοκκαλοραχιά, και επομένως είναι νόσημα των κινητικών και αισθητικών νεύρων των κάτω άκρων. Οι πόνοι είναι κάτι σουβλιαίς που σε τρυπούν πότ’ εδώ και πότ’ εκεί, σαν αστραπαίς μέσα εις τους ποντικούς του σώματος»[9]
Όλες οι θεραπείες αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Το 1892 το νόσημα εξελίσσεται σε φρενική νόσο και καταλήγει έγκλειστος στις 14 Απριλίου 1892 στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο[11].
Εκεί ζει βυθισμένος σε ουτοπικές εμμονές του για την εκμετάλλευση του μεταλλείου στην πατρίδα του και στο παραληρηματικό πάθος του για τη νεαρή Μπετίνα Φραβασίλη (14 ετών), μαθήτριάς του στο Ωδείο Αθηνών, την οποία επιθυμούσε να νυμφευθεί[12]. Ύστερα από τέσσερα χρόνια εγκλεισμού, πεθαίνει στις 15 Απριλίου 1896, σε ηλικία 47 ετών.
Η ζωή του ενέπνευσε τον σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη, ο οποίος και γύρισε την ταινία ” Το μόνον της ζωής το ταξείδιον¨.
Η ταινία παρουσιάζει την περίοδο που ο συγγραφέας(ερμηνεία Ηλίας Λογοθέτης) ήταν έγκλειστος στο ψυχιατρείο και μεταφέρεται στην παιδική του ηλικία μέσα από διαλόγους με τον παππού του, ο οποίος του μιλούσε για φανταστικά ταξίδια.
Ὑποθῆκαι
Ὅπου θαρριέται γιὰ καλό,
καὶ δίχως διάκι ἀνοίγεται,
τὸν βρίσκ᾿ ἡ μπόρα στὸν γιαλὸ
καὶ ναυαγεῖ καὶ πνίγεται.
Ὅπου σκαρόνει μιὰ φωλιὰ
σ᾿ ἕν᾿ ἄστατο κοτρώνι,
πρὶν ἢ καθήσῃ μία σταλιά,
γυρνᾷ καὶ τὸν πλακόνει.
Ὅπου γλυστρήσῃ, ἂν πιασθῇ
στῶν ἀλλωνῶν τὴν ἀνθρωπιά,
θὰ τὸν σκουντήσουν νὰ χαθῇ,
νὰ μὴν ὀρθοπατήσῃ πιά.
Χαρὰ στόν, ποὺ δὲν ἀρμενᾷ,
κι᾿ ἔχει στεριὸ τὸ σπίτι του,
κι᾿ οὐδὲ τὸν ξένο προσκυνᾷ,
οὐδὲ τὸν συντοπίτη του!
Στῆς μελαχρινῆς τὰ μάτια
Τὰ μάτια σου, πουλάκι μου μελαχροινό,
ποὺ φῶς μέσ᾿ στὶς καρδιὲς σταλάζουν,
μὲ τ᾿ ἄστρα τὰ ψυχρὰ ψηλὰ στὸν οὐρανό,
-μὴ σὲ γελοῦν οἱ ποιηταί- δὲ μοιάζουν.
Τ᾿ ἀστέρια κάθε μαύρη νύχτα φωτεινά
μὲ καλωσύνη λάμπουν στὰ πελάγη
τὰ βλέπει ὁ ναύτης, ποὺ μὲ γνῶσι κυβερνᾷ
καὶ ἴσιο δρόμο λάμνει ἐκεῖ ποὺ πάγει.
Τὰ μάτια σου τὰ μαῦρα, φῶς μου, ὅποιος τὰ ἰδῇ,
τόσες γλυκάδες καὶ φωτιὲς γεμάτα,
ἂν εἶναι καὶ τὸ γνωστικότερο παιδί,
θὲ νἄβγη ὀπὸ τὴν ἴσια του τὴν στράτα.
Ἡ ἀνεμώνη
Ἕνας βράχος στὰ βουνὰ
συλλογιέται μοναχός του.
Ἕνα ρυάκι, ποὺ περνᾷ,
κάτι τραγουδάει ἐμπρός του.
Μία ἀνεμώνη, ποὺ ἀνθεῖ
εἰς τὸν βράχο στηριγμένη,
νὰ νοήσῃ προσπαθεῖ
τὸ τραγούδι τί σημαίνει.
Κι᾿ ὅλο σκύφτει πιὸ πολύ,
καὶ ξεχνᾷ τὸ στήριγμά της.
Τί τραγούδι νὰ λαλῇ
ὁ τρεχάμενος διαβάτης;
Τραγουδεῖ γιὰ μία ἀγκαλιά,
ποὺ μὲ πόθον ἀνοιγμένη
στὴν χρυσὴν ἀκρογιαλιὰ
μέρα νύχτα τὸν προσμένει.
-Ἄχ, κι᾿ ἂς ἤμουν, λέγ᾿, ἐγὼ
κείνη ποὺ θὰ τ᾿ ἀγκαλιάσῃ!
Καὶ τὰ ρεῦμα τὸ γοργὸ
σκύβ᾿ ἡ λουλουδιὰ νὰ φθάσῃ,
Μά, σὰν ἔσκυβ᾿ ἔτσι δὰ
τὸ νερὸ μὲ τὴν ὁρμή του
τὰ φυλλάκια της μαδᾷ
τὰ κατρακυλᾷ μαζύ του.
Τώρα στέκει μαδητή,
στέκει στέλεχος μονάχο!
Διατί, ἄχ! διατὶ
ξεστηρίχθηκ᾿ ἀπ᾿ τὸν βράχο!
Θρᾳκῶν ᾎσμα
Ἀπὸ τὴ Θρᾴκη, βρὲ παιδιά,
ἀπὸ τὴν Πιερία
ἐβγῆκεν ἡ Θρησκεία.
Κι᾿ ἔσυραν αὔραις τοῦ Θρακιὰ
ἀπ᾿ τὴν χρυσή της δάδα
μιὰ σπίθα στὴν Ἑλλάδα.
Καὶ τὴν ἐσπείρανε κοντὰ
στὴν παλαιὰν Ἀθήνα,
στὴν πρώτην Ἐλευσίνα.
Κι᾿ ἐγείνη φῶς στὰ σκοτεινὰ
κι᾿ ἐφάνηκ᾿ ἐκεῖ κάτου
ὁ Δίας κι᾿ ἡ γενιά του.
Γι᾿ αὐτό, καθεὶς ἂς προσπαθᾷ
τὸ φῶς νὰ φέρῃ τώρα
στὴν πρώτη του τὴ χώρα!
Θρᾳκῶν ᾎσμα
Ἀπὸ τὴ Θρᾴκη, βρὲ παιδιά,
ἀπ᾿ τὸν Ὀρφέα ἐγείνη
ἡ πρώτη ψαλτοσύνη.
Καὶ τῆς Μαρίτσας τὰ νερὰ
τὴν σύραν γάλι γάλι
ὡς κάτω στ᾿ ἀκρογιάλι.
Καὶ τὴν ἐπῆραν τὰ νησιὰ
μὲ τὴν δική μας λύρα,
τὴν νιόπανδρη καὶ χήρα.
Κι᾿ αὐτὴ πανδρεύθηκε ξανὰ
καὶ γέννησε στὰ ξένα
τραγούδια ξακουσμένα.
Γι᾿ αὐτὸ τὸ μέτωπο ψηλά,
Θρακόπουλα καϋμένα,
καὶ ψάλλετε μ᾿ ἐμένα!
Ἀφαιρεμένη
Στ᾿ ἀνοιχτὸ τὸ παραθύρι,
ὅπως ἔλαχ᾿ ἔχει γύρει
λυπημένη κοπελιά.
Δὲν τὴν μέλλει πὼς ἡ αὔρα
παίζει καὶ σκορπᾷ τὰ μαῦρα
τὰ λυμένα της μαλλιά.
Στὸν ἀγκών᾿ ἀκουμβισμένη,
στὴν παλάμη ἔχει γερμένη
τὴν ὡραία κεφαλή.
Καὶ βεβαίως δὲν τὸ ξέρει,
πὼς τ᾿ ὁλόγυμνό της χέρι
μύριους πόθους προκαλεῖ.
Ἡ χλωμὴ μορφή της μοιάζει
τὸ λευκάνθεμο, ποὺ σπάζει
τοῦ βορηᾶ ἡ ψυχρὴ πνοή.
Κόρη μόλις στὰ δεκάξη,
ποιὰ φουρτοῦνα ἔχει ταράξει
τὴν ἀθῴα σου ζωή;
Ἡ ματιά σου σὲ ποιὰ χώρα
ταξειδεύει τόση ὥρα
κι᾿ ἀφαιρέθῃς σκυθρωπή;
Καὶ γιατί τ᾿ ἁγνά σου χείλη,
ποὺ ἡ χαρὰ μὲ δαῦτα ὠμίλει,
τὰ κλειδώνει ἡ σιωπή;
Ἀπὸ τῶν ματιῶν τὴν ἄκρη
ἁρμυρὴ δροσιὰ τὸ δάκρυ
σιγαλὸ κατρακυλᾷ.
Πότισμα ἀπὸ τέτοια αὐλάκια
κάθε κόρης μαγουλάκια
τὰ χλωμιάζει τὰ χαλᾷ.
Κι᾿ ὅταν ἡ καρδιὰ στὰ στήθη
ἀγαπᾷ, μὰ ἐλησμονήθη
ἀπ᾿ ἐκεῖνον, ποὺ ἀγαπᾷ,
μόνο αὐτὴ μπορεῖ νὰ ξέρῃ
πόσο πάσχει κι᾿ ὑποφέρει,
καὶ γιὰ τοῦτο σιωπᾷ.