Γιάννης Βαρβέρης, Ο πατέρας δεν πίνει στους ουρανούς
Χθες είδα πάλι στον ύπνο μου τον πατέρα.
Καθόμασταν οι δυο μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο.
Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί.
– Είσαι καλά; Του λέω.
– Καλά, καλά, και μου ‘πιασε το χέρι.
– Άντε, στην υγειά σου, είπε.
Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι.
– Δεν πίνεις; Ρώτησα.
– Εσύ να πιεις, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω…
12 ποιήματα με 12 εικαστικά για τον πατέρα
12 ποιήματα με 12 εικαστικά για τον πατέρα
Μαρία Κέντρου – Αγαθοπούλου, Ο πατέρας
Ο πατέρας μου ήταν μηχανοδηγός
Κάρβουνο μύριζαν τα πέτσινα ρούχα του
Κάτω απ’ τη μαύρη του τραγιάσκα
Άρχιζαν τα καπνισμένα μάτια του
Ο πατέρας μου δε μιλούσε πολύ
Μόνο χαμογελούσε κάπου κάπου
Με τα ηλιοψημένα χείλια του
Προπάντων όταν έπινε τσίπουρο
Κάτω απ’ την κληματαριά της αυλής
Αψηλός και δυνατός ήταν
Κι όταν με σήκωνε αψηλά
Με τ’ ατσαλένια μπράτσα του
Δεν φοβόμουν καθόλου
Όπως κι εκείνος δεν φοβόταν
Ούτε τη ζωή του
Ούτε το θανατό του:
Περνούσε με το τρένο του
Σφυρίζοντας
Μέσ’ απ’ τις σκοτεινές
Τις στοιχειωμένες σήραγγες
Και τις νικούσε.
Ηλίας Σιμόπουλος, Ιερή Μνήμη
Πατέρα μου αγρότη
πως τα ήξερες όλα.
Ν’ ανασταίνεις παιδιά
να φυτεύεις να σπέρνεις
να ποτίζεις τη γη να μιλάς
με τ’ αρνιά με τα δέντρα
ν’ ακούς την ανάσα του χόρτου
να γυρνάς
φορτωμένος τα βράδια στο σπίτι
να σκορπάς τη χαρά και το γέλιο.
Δεν έγραψες στίχους εσύ.
Και ποτέ μου
Δε θ’ άλλαζα εγώ
με τ’ αλέτρι την πέννα.
Μ’ απ’ τους δυο μας πατέρα
ποιητής μόνο εσύ ‘σουν!
Στέλιος Μαφρέδας, Οι ρόζοι του χεριού
Όταν βγαίναμε απ’ το σπίτι
τον κρατούσα πάντοτε από το
μικρό δάχτυλο του χεριού του.
Ο πατέρας μου! ψιθύριζα
καθώς συγχρόνιζα το βήμα μου με το δικό του
και του χάιδευα τους ρόζους.
Καμάρωνα που ήταν τόσο σκληροί.
Σκληροί, σαν τη ζωή μας…