ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ!!!!

ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΚΙΠΗΣ, «28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ»

Μπρος στα χαλύβδινα άρματα ολοένα

των τυράννων που ερήμωση σκορπίζουν

έθνη – μικρά ή μεγάλα – τρομαγμένα

σαν ανεμόδαρτα κλαριά λυγίζουν.

Εσύ μονάχα, Ελλάδα, την ωραία

την κεφαλή σου υψώνεις. Τα παιδιά σου,

όπως στα χρόνια των Περσών τ’ αρχαία,

παίρνουν φτερά, πετούν στα σύνορά σου.

Και ξάφνου ο χρόνος όλος, που τη φρίκη

της συντριβής σου τρέμει, χαρμοσύνων

στροφές ακούει παιάνων για τη Νίκη –

τη νίκη των ασύγκριτων Ελλήνων.

Ω, χαίρε, χαίρε, Ελλάδα δοξασμένη

στα Μεσολόγγια και στους Μαραθώνες.

Σύμβολο τ’ όνομά σου ήταν και μένει

της Λευτεριάς ανάμεσα στους αιώνες!

ΧΑΡΗΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ, «28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ»

Ποιος ειν’ ο γίγαντας λαός, που η μπόρα δεν τον σκιάζει

κι από το μόχτο ορθώνεται κι ορμά μες το χαλάζι;

Τον βλέπω, φτάνει απ’ τα νησιά τα θαλασσοδαρμένα

θολό ποτάμι απ’ τα βουνά χυμάει τα χιονισμένα.

Τ’ αλέτρι του καταμεσίς κάτω στον κάμπο αφήνει.

Την ήσυχη πετά ζωή και τ’ αργαστήρι κλείνει.

Κι ορμά φωτιά μες τις φωτιές με στέρεο βήμα αντρίκιο

για της πατρίδας την τιμή, για λευτεριά, για δίκιο.

Της Πίνδου αστράφτουν οι κορφές, βροντά τ’ αστροπελέκι.

Τα στήθια ηφαίστεια γίνονται, χαμός τ’ απλό ντουφέκι.

Εδώ η ψυχή μας άναψε, γιγάντια καίει λαμπάδα

για σε, ακριβή μας Λευτεριά, για σένα, Ελλάδα, Ελλάδα.

ΓΙΑΝΝΗΣ Π. ΤΖΗΚΑΣ, «ΟΧΤΩΒΡΗΣ 1940»

Ήταν η μέρα εικοσιοχτώ

του Οχτώβρη του Σαράντα

κι ήταν της μοίρας μας γραφτό

στο νου μας να γραφτεί για πάντα.

Τη μέρα αυτή την ιερή

ζητούν να μπουν οι Ιταλοί

να πάρουν την Ελλάδα.

«ΟΧΙ!» φωνάζει ο λαός

και σειέται ο πάνω κόσμος

«ΟΧΙ!» φωνάζει κι ο στρατός

και τρέμει ο κάτω κόσμος.

Ορμούν οι Έλληνες μπροστά

σαν τίγρεις, σα λιοντάρια

ακλοθούν αντρίκεια, ηρωικά

κλεφτών κι αρματολών τα χνάρια.

Και πα στις Πίνδου τις κορφές

σε διάσελα, σε ρουμάνια

της νίκης ακούστηκ’ ιαχή

να σκίζει τα ουράνια:

«αέρα! αέρα! αέρα!»

την πήρε ο άνεμος μακριά

την πήγε πέρα ως πέρα.

Και μες στους πάγους, στο χιονιά

στήσαν χορό της λευτεριάς

του Διάκου τα εγγόνια

χαρίσαν στους κατοπινούς

δόξα, τιμή αιώνια!

ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, «ΕΛΛΑΔΑ 1940»

Τι εποχή εκείνη του Σαράντα!

Έβρεχαν άστρα οι ουρανοί

και χύνονταν από χιλιάδες στόματα

το χρυσάφι των λέξεων

Τα παλικάρια γράφανε στα μέτωπα

τα πιο ωραία ποιήματα

Δεν υποτεύονταν

πως ήταν μια παρένθεση

ένα παιχνίδι στον καθρέφτη των νερών

μια λάμψη μόνο που άλλαζε

τα βάτα σε σμαράγδια και τριαντάφυλλα

Ασύνορη ήταν η ζωή

Ουρανοδρόμοι της ελπίδας

σημαδεύαν όνειρα

γράφαν πρωτάκουστα ποιήματα

με λέξεις βόλια λέξεις πυρκαγιές

λέξεις φιτίλια στους αστερισμούς

του στίχου.