ΠΕΤΡΟΣ ΦΙΛΑΡΓΗΣ 26/6/1409 εκλέχθηκε Πάπας της Ρώμης.

Ο Πάπας Αλέξανδρος ο Έ, κατά κόσμον Πέτρος Φιλάργης, γεννήθηκε περίπου το 1340 στις Καρές Μιραμπέλου, την σημερινή Νεάπολη. Ορφάνεψε σε μικρή ηλικία, όταν οι γονείς του πέθαναν από επιδημία πανώλης. Τότε φτωχό και ορφανό τον περιμάζεψαν στο μοναστήρι οι Φραγκισκανοί μοναχοί εξασφαλίζοντάς του τροφή και στέγη. Ο Πέτρος με την σειρά του τους βοηθούσε στις εργασίες και τις δουλειές της Μονής.

Κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι από αυτό το ταπεινό απομεινάρι του Ενετικού περάσματος από την Κρήτη, ξεκίνησε την λαμπρή πορεία του ένας Κρητικός, που έμελε να φτάσει στο ανώτατο επίπεδο στην ιεραρχία της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και να γίνει Πάπας της Ρώμης.

Από πολύ νωρίς, όμως, διακρίθηκε για την εξυπνάδα του και την δίψα στην μάθηση και τα γράμματα, που είχε αποτέλεσμα οι μοναχοί να τον στείλουν στο Βενετοκρατούμενο Ηράκλειο, όπου από εκεί ξεκινάει το λαμπρό του ταξίδι με τις θεολογικές σπουδές του στην Πάντοβα της Ιταλίας, όπου χειροτονήθηκε μοναχός, έπειτα στην Οξφόρδη και στο Παρίσι.

Το 1402 αναδείχθηκε αρχιεπίσκοπος Μεδιολάνων, Μιλάνου και στις 26/6/1409 εκλέχθηκε Πάπας της Ρώμης.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Γύρω στο 1350 σε έναν απομακρυσμένο οικισμό της ανατολικής Κρήτης, στις Καρυές της επαρχίας Μιραμπέλου, δίπλα στη Σητεία, ένας φραγκισκάνος μοναχός από το ενετικό μοναστήρι της Νεάπολης Βίλλα Νουόβα συνάντησε ένα ρακένδυτο αγοράκι, το οποίο ζητιάνευε.

Ονομαζόταν Πέτρος Φιλάργης και μιας και ήταν ορφανός από πατέρα, ο μοναχός τον πήρε στο μοναστήρι ως παιδί για τα θελήματα, θεωρώντας ότι αλλιώς η επιβίωση του μικρού στην πάμπτωχη αυτή περιοχή θα ήταν αμφίβολη.

Πενήντα εννιά χρόνια αργότερα, το 1409, στον καθεδρικό ναό της Πίζας στην Ιταλία, πραγματοποιήθηκε η περίφημη σύνοδος της καθολικής Εκκλησίας, η οποία μετά από ένα μήνα διαπραγματεύσεων κατάφερε να δώσει λύση στο σχίσμα που την είχε ταλανίσει- δύο πάπες, ένας στη Ρώμη και ένας στην Αβινιόν της Γαλλίας, αντιμάχονταν με όλα τα μέσα.

Η σύνοδος, που αποτελούνταν από 22 καρδινάλιους, 4 πατριάρχες, 80 επισκόπους, 120 εκπροσώπους επισκόπων, 320 ηγούμενους μοναστηρίων, 300 διαπρεπείς θεολόγους και πρέσβεις όλων των βασιλέων και των ηγεμόνων του δυτικού κόσμου, κατάφερε να πείσει τελικά τους δύο γέροντες αντιμαχόμενους, τον Ιννοκέντιο Ζ’ της Ρώμης και τον Βένεδικτο ΙΓ’ της Αβινιόν, να παραιτηθούν.