ΠΑΤΕΡΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ…

Τίτος Πατρίκιος, Επάγγελμα πατρός ηθοποιός

Αχ να γινόταν πάλι να με πάρεις απ’ το χέρι
να με βγάλεις από τούτο το λαγούμι
όπου οι άνθρωποι μυρίζονται ανθρώπινο κρέας
να με πήγαινες όπως τότε στην ακροθαλασσιά
κάτω από τα κτίρια των παιδικών εξοχών,
τότε που σε περίμενα να παραπονεθώ
έστω να πω ότι η προϊσταμένη
κρατούσε τα γλυκά που μου ‘φερνες
κι αντί γι αυτό κοιτούσα μαγεμένος
τα καινούρια λαστιχένια σου παπούτσια.
Πατέρα δεν έμαθες ποτέ
σε τι κόλαση με είχατε βάλει
τι μου ‘καναν τ’ άλλα τα παιδιά
που όλη τη μέρα με λέγαν «θεατρίνα»
κι εγώ, πνίγοντας τα κλάματα, τα ‘βαζα με σένα
με το Θεό, μ’ όλους, που δεν είχες
μια δουλειά της προκοπής, ει δυνατόν ένα γραφείο.
Ντρεπόμουνα για το επάγγελμά σου
όπως τώρα καμαρώνω, τώρα
που κάθε πρωί κινάω για την κοινή σκλαβιά
του ασήμαντου γραφείου μου.

Νικηφόρος Βρεττάκος, Παλαιοί μόνιμοι κάτοικοι

Εδώ περιφέρονται κ’ οι σκιές των προγόνων μου.
Κάποτε μάλιστα θαρρώ πως ανοίγει
του μεγάλου, ακατοίκητου παλιού μας
σπιτιού το παράθυρο ο πατέρας μου.
Πως βγάζει σιγά-σιγά το κεφάλι, βγάζει
το χέρι. Με το μεγάλο του δάχτυλο
μου δείχνει στο βάθος κάτι
σαν όνειρο, κάτι σαν ένα περι-
πλανώμενο, άπιαστο, ουράνιο τόξο.
Τον ρωτώ
αν αυτό που βλέπω μπορεί να είναι
η ειρήνη. Με ακούει και αθόρυβα,
χωρίς ν’ απαντήσει, κλείνει σιγά-σιγά
το παράθυρο πάλι ο πατέρας.

Γεώργιος Στρατήγης, Το φιλί του πατέρα μου

Απ’ όλες τις χαρές μου η πιο βαθύτερη,
κι απ’ το γλυκότερό μου ακόμα πόθο,
κάτι που μου χαρίζει τον Παράδεισο,
και κάτι που βαθιά στα σπλάχνα νιώθω,
είναι ν’ ακούω το γέρο τον πατέρα μου
να λέει πως αγαπούσαν οι παλιοί,
και -τι ντροπή- πως έδωσε στη μάνα μου,
πριν παντρευτούνε ακόμα, ένα φιλί.

Κ’ ενώ γελάμε γύρω με τη μάνα μας,
που ακόμα κι ως τώρα κοκκινίζει,
στα σωθικά μου μέσα ξάφνου αισθάνομαι
κάτι που με κεντάει και φτερουγίζει,
σαν κάποιου μακρινού πουλιού κελάηδημα,
που μες στο δάσος,νύχτα, αντιλαλεί.
Μην είσαι συ, ψυχή μου, σπίθα που άναψες
από το πρώτο εκείνο τους φιλί;