Η αναχώρηση και η διαδρομή του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως τον Γρανικό. Η αντίδραση των Περσών. Οι διατάξεις των δυο δυνάμεων, η σύγκρουση και οι συνέπειες της νίκης του Αλεξάνδρου «σε έναν ασήμαντο ποταμίσκο που μπήκε για πάντα ορμητικός στην ιστορία»[1].
Την Άνοιξη του 334 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος αναχωρεί από την Πέλλα με προορισμό το όνειρό του: την κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας.Μαζί του είχε περίπου 30.000 πεζούς[2]και 5.000 ιππείς[3], κοντολογίς περίπου 35-40.000 στρατιώτες. Η νότια Ελλάδα του παρείχε και ναυτική δύναμη 160 πλοίων.Στη Μακεδονία αφήνει τον στρατηγό Αντίπατρο να επιβλέπει την κατάσταση στην Ελλάδα αλλά και στο βόρειο σύνορο που είχε ειρηνεύσει ο Αλέξανδρος, πριν αναχωρήσει για την Ασία.
Στρατός και στόλος συναντιούνται στην Αμφίπολη και από εκεί συνεχίζουν μαζί. Μέσα σε 20 ημέρες φτάνουν στη Σηστό του Ελλησπόντου και από εκεί διεκπεραιώνονται στην Ασία (στην πόλη της Αβύδου συγκεκριμένα) με τη βοήθεια του Παρμενίωνα. Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της διαδρομής από εκεί ως την Τροία ο Αλέξανδρος τελούσε θυσίες.
Η περσική αντίδραση
Οι Πέρσες σατράπες των περιοχών της Μικράς Ασίας είχαν συγκεντρωθεί στη Ζέλεια, κοντά στον Γρανικό ποταμό (σημερινός Biga Cayi ή Can Cayi ή Kocabas Cayi)και αποφάσισαν να προβάλουν αντίσταση εκεί εκμεταλλευόμενοι τις απόκρημνες ακτές του. Ο Αλέξανδρος έπρεπε οπωσδήποτε να τον διαβεί, προκειμένου να φτάσει στο Δασκύλιο που ήταν ο επόμενος σταθμός του. Αγνόησαν μάλιστατην πρόταση του Μέμνονα του Ρόδιου (στρατηγού που προσέφερε τις υπηρεσίες του στον Πέρση αυτοκράτορα) για στρατηγική «καμένης γης»και αποστολής χρημάτων στη Νότια Ελλάδα προς διάλυση της εύθραυστης συμμαχίας της Κορίνθου.
Χάρτης της Φρυγίας (ΒΔ Τουρκία). Διακρίνονται η Ζέλεια, το Δασκύλιο και ο Γρανικός Ποταμός κοντά στην Τροία.
Αριθμοί και διάταξη δυνάμεων
Αρχηγοί των Περσών ήταν οιΑρσίτης (ύπαρχος Φρυγίας), Σπιθριδάτης (σατράπης Λυδίας και Ιωνίας), Αρσάμης, Ρεομίθρης, Πετήνης και Νιφάτης με δύναμη 20.000 ιππέων και άλλων τόσων πεζών. Ο αυτοκράτορας Δαρείος Γ’ απουσίαζε, αλλά είχε δώσει ξεκάθαρες εντολές για «απόκρουση και συντριβή των εισβολέων»[4]. Τους ιππείς αποτελούσαν στρατιώτες από κάθε μέρος της αυτοκρατορίας. Αυτοί παρατάχθηκαν στην όχθη του ποταμού, με σκοπό να εμποδίσουν τους Έλληνες να περάσουν απέναντι. Το πεζικό, που αποτελούνταν κυρίως από Έλληνες μισθοφόρους, παρατάχθηκε πίσω από το ιππικό και κοντά σε έναν λόφο. Δε διαδραμάτισε όμως κανένα ρόλο στη μάχη. Την αριστερή τους πτέρυγα διοικούσε ο Μέμνονας.
OΑλέξανδρος κατέφθασε στην περιοχή απόγευμα. Αμέσως απέρριψε την πρόταση του Παρμενίωνα για σύναψη μάχης το επόμενο πρωινό. Χαρακτήρισε ρεματάκι τον Γρανικό και πως θα ντρεπόταν να μην τον διέσχιζε αμέσως,ενώ προηγουμένως είχε διαβεί τον Ελλήσποντο. Πιθανόν να ήθελε να εκμεταλλευτεί το τακτικό λάθος των Περσών, οι οποίοι, τοποθετώντας το πεζικό αρκετά πίσω, έθεσαν εκτός μάχης τη μισή τους δύναμη. Η μάχη μάλιστα δε χωρούσε αναβολή, καθώς ενδεχόμενη αναμονή ως το πρωί θα έριχνε το ηθικό των Ελλήνων και θα σήμαινε δειλία, αφού οι Πέρσες ήταν ακριβώς απέναντί τους.
Οι Έλληνες παρατάχθηκαν ως εξής: στην αριστερή πτέρυγα, την οποία διοικούσε ο Παρμενίωνας, τοποθετήθηκαν οι Θεσσαλοί ιππείς, οι σύμμαχοι ιππείς και οι Θράκες. Τη δεξιά πτέρυγα διοικούσε ο Αλέξανδρος. Δεξιά και πιο μπροστά του ήταν ο Φιλώτας (ο γιος του Παρμενίωνα) με τους εταίρους ιππείς, τους τοξότες και τους Αγριάνες ακοντιστές. Πίσω από τον Φιλώτα τοποθετήθηκαν οι σαρισοφόροι και οι Παίονες ιππείς μαζί με την ίλη του Σωκράτη (οι εταίροι της Απολλωνίας). Τέλος, αριστεράαπό τον Αλέξανδρο παρατάχθηκαν οι υπασπιστές υπό τον Νικάνορα (τον έτερο γιο του Παρμενίωνα), ενώ στο κέντρο της παράταξης τοποθετήθηκε το μεγαλύτερο μέρος της φάλαγγας των πεζεταίρων[5] (ένα τμήμα της κρατήθηκε σε εφεδρείες και φρουρά στρατοπέδου). Τελευταία στιγμή απέναντι από τον Αλέξανδρο, ο οποίος διακρινόταν από τη λαμπρή πανοπλία του, οι Πέρσες έστειλαν επιπλέον ιππικό από το κέντρο τους, με αποτέλεσμα όμως να το αδυνατίσουν.
Η διάταξη των δύο δυνάμεων.
Η μάχη
Για αρκετή ώρα οι δυο δυνάμεις απλά αντίκριζαν η μία την άλλη στις δυο όχθες του ποταμού. Ο Αλέξανδρος όμως θέλησε να εκμεταλλευτεί το αδυνατισμένο περσικό κέντρο. Γι’ αυτό πρώτα διέταξε τον Αμύντα να διενεργήσει παραπλανητική επίθεση, προκειμένου να καθηλώσει σημαντικές δυνάμεις από την απέναντι περσική πτέρυγα. Διατάζει επίσης να τον συνδράμουν ο Πτολεμαίος με την ίλη του Σωκράτη. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος με τους εταίρους και την υπόλοιπη δεξιά πτέρυγα (υπασπιστές, Αγριάνες, τοξότες) μπαίνουν στον ποταμό και τον διασχίζουν λοξά προς τα αριστερά, προκειμένου να βγουν σε σημείο, στο οποίο οι Πέρσες δε θα περίμεναν. Η επίθεση του Αμύντα συναντούσε δυσκολίες, γιατί οι Πέρσες, εκτός του ότι έριχναν βλήματα από κοντινή απόσταση, ήταν περισσότεροι, σε ψηλότερο και σταθερότερο έδαφος και επιπλέον είχαν τοποθετήσει εκεί τα καλύτερα τμήματά τους. Ο Αρριανός αναφέρει πως, σε κάποια φάση της μάχης, οι Μακεδόνες και οι Πέρσες ιππείς σπρώχνονταν μεταξύ τους, οι μεν για να βγουν από το ποτάμι, οι δε για να τους εμποδίσουν. Σε αυτή τη φάση της μάχης μάλιστα σημειώθηκαν οι περισσότερες μακεδονικές απώλειες. Σώθηκαν μόνο όσοι υποχώρησαν προς τον Αλέξανδρο ο οποίος πλέον βρισκόταν κοντά. Χάρη στη λοξή του κίνηση, πέτυχε να χαλάσει για μία ακόμα φορά την παράταξη των Περσών, δίνοντας τη δυνατότητα στα τάγματά του να περάσουν χωρίς κίνδυνο τον ποταμό.
Όταν οι Μακεδόνες κατόρθωσαν να πατήσουν στην αντίπερα όχθη, η ανωτερότητα των όπλων και των ικανοτήτων τους έγιναν ολοφάνερες.Ο ίδιος ο Αλέξανδρος μονομάχησε και σκότωσε αρκετούς Πέρσες ευγενείς,μέχρι που έσπασε το δόρυ του. Ο Κορίνθιος Δημάρατος του έδωσε το δικό του και ο Αλέξανδρος συνέχισε να αγωνίζεται.Κάποια στιγμή κινδύνεψε να σκοτωθεί, όταν ο Ροισάκης και ο Σπιθριδάτης όρμησαν εναντίον του. Ο Ροισάκης βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Αλέξανδρο, ωστόσο ο Σπιθριδάτης στήθηκε σε πλάγια θέση έτοιμος να καταφέρει θανάσιμο πλήγμα[6], ωστόσο ο Κλείτος πρόλαβε και του έκοψε το χέρι. Ταυτόχρονα ο Ροισάκης έπεσε νεκρός από το ξίφος του Αλέξανδρου, ο οποίος είχε σπάσει και το δεύτερο δόρυ του.
Μόλις πέρασε και η φάλαγγα των πεζεταίρων στην αντίπερα όχθη, η μάχη είχε κριθεί. Μετά από λίγο το περσικό κέντρο κατέρρευσε και μαζί με αυτό και οι πτέρυγες. Ο Αλέξανδρος δεν παρασύρθηκε από την καταδίωξη,αλλά επιτέθηκε εναντίον των Ελλήνων μισθοφόρων, κυκλώνοντας κι εξοντώνοντάς τους. Μόνοι επιζώντες ήταν οι 2.000 αιχμάλωτοι «εκτός κι αν κάποιος κρύφτηκε ανάμεσα στους νεκρούς»[7].
Απώλειες
Στην μάχη του Γρανικού οι Πέρσες είχαν σε νεκρούς 1.000 ιππείς, έναν μεγάλο αριθμό διοικητών (μεταξύ αυτών 2 σατράπες και 2 συγγενείς του ίδιου του Δαρείου), καθώς και όλο το πεζικό πλην των αιχμαλώτων. Ο Αρσίτης γλύτωσε αλλά αυτοκτόνησε λίγο αργότερα ως υπαίτιος της περσικής ήττας. Οι απώλειες των Ελλήνων μάλλον ήταν περισσότερες από τους 25 εταίρους, τους 60 λοιπούς ιππείς και τους 30 πεζικάριους που αναφέρει ο Αρριανός. Πόσο δε μάλλον από τους μόλις 34 άνδρες που αναφέρει ο Πλούταρχος! Το σίγουρο πάντως είναι ότι κυμαίνονταν σε χαμηλά επίπεδα.
Μετά τη μάχη
Ο Αλέξανδρος έθαψε με τιμές τους νεκρούς Μακεδόνες και παραχώρησε φορολογικές ελαφρύνσεις στις οικογένειες των πεσόντων. Επίσης έδωσε εντολή στον γλύπτη Λύσσιπο να φτιάξει τις προτομές των σκοτωμένων στη μάχη εταίρων, οι οποίες τοποθετήθηκαν στο Δίον (θρησκευτικό και πολιτισμικό κέντρο της εποχής). Μερίμνησε ακόμη για την ταφή των νεκρών Περσών και των Ελλήνων μισθοφόρων. Τους αιχμαλώτους τους έστειλε σιδηροδέσμιους στη Μακεδονία, για να καλλιεργούν τη γη, επειδή «παρά τις κοινές αποφάσεις των Ελλήνων και μολονότι ήταν Έλληνες, πολέμησαν για χάρη των βαρβάρων εναντίον των συμφερόντων της Ελλάδος»[8]. Ταυτόχρονα επισκέφτηκε τους τραυματίες και τους έδωσε τη δυνατότητα να του αφηγηθούν τον τραυματισμό και τα κατορθώματά τους στη μάχη, ενώ τέλος έστειλε 300 περσικές πανοπλίες ως ανάθημα στην Ακρόπολη των Αθηνών με την πασίγνωστη φράση:«Ο Αλέξανδρος, ο γιος του Φιλίππου, και οι Έλληνες, εκτός από τους Λακεδαιμονίους,αφιερώνουν αυτές τις πανοπλίες, οι οποίες προέρχονται από τα λάφυρα των βαρβάρων που κατοικούν στην Ασία»[9].