Μία συμ-φορά κι ένα παλιόκαιρο ψυχρό και παγωμένο,
στις ταράτσες σκαρφάλωνα,
με το σάκο γεμισμένο.
Παράνομος επισκέπτης κι αν ήμουνα,
έφερνα δώρα και δίκαιες συντάξεις,
τα ρούχα μου στα κόκκινα έντυνα,
δεν ανήκα σε ιδεολογικές παρατάξεις.
Έφτασε ο χρόνος ο κακός,
στην αγορά επικρατεί πείνα,
το έλκηθρο χάλασε,τώρα πεζός,
στις καμινάδες μπαίνω με σφήνα.
Κρίση έπληξε την τσέπη μου,
μου βάλανε υψηλούς φόρους,
μου χάλασε το κέφι μου,
σαν τους μικρούς εμπόρους.
Στην αποθήκη μου λιγόστεψαν,
των παιχνιδιών τ αποθέματα,
στην πλάτη μου τα βάρη αυξήθηκαν,
των τόκων τα χρέη σε δέματα.
Δάνειο είχα στην Τράπεζα ανοιχτό,
και μια υποθήκη να τρέχει,
το εισόδημα πλέον μηδενικό,
η φτώχεια γιορτές δεν τις αντέχει.
Πήρα την μεγάλη απόφαση,
φόρτωσα τον σάκο με αγάπη,
βρήκα την Πρωτοχρονιά ως πρόφαση,
και μπήκα στων φτωχών το τζάκι.
Τους άφησα διακριτικά,
τα ταπεινά μου δώρα,
ανάθεμα τα κρατικά αφεντικά,
και την κακιά την ώρα.
Με ανάγκασε το μνημόνιο,
να κάνω στις γιορτές οικονομία,
σχέδιο των δανειστών υποχθόνιο,
να μην έχει ο πολίτης αυτονομία..
Γ
Μιχ