ΜΑΝΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ!

Η Μαντική στην Αρχαία Ελλάδα

Οι αρχαίοι Έλληνες έτρεφαν βαθιά εκτίμηση για την τέχνη-επιστήμη της μαντικής, η οποία ήταν ευρύτατα διαδεδομένη σε όλο τον αρχαίο ελλαδικό κόσμο, ενώ η Ελλάδα ήταν γνωστή ως η Πατρίδα των Χρησμών.

Η ετυμολογία των λέξεων «μαντική» και «μαντεία» ανάγεται στο ρήμα «μαίνεσθαι». Θεωρούνταν δηλαδή καταστάσεις ιερής μανίας-έκστασης, δηλαδή την έως ενός βαθμού, απώλεια του εγώ για συγκεκριμένο χρόνο. Προκειμένου να επιτευχθεί η πρόγνωση, ήταν απαραίτητο η Ψυχή να ελευθερωθεί από τους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου, γι’ αυτό και οι μαντικές ικανότητες ενισχύονταν σε κατάσταση ύπνωσης ή έκστασης.

Η γυναικεία φύση θεωρείτο περισσότερο συμβατή με την μαντική διαδικασία και γι’ αυτό στην αρχαιότητα οι περισσότερες ήταν γυναίκες, οι λεγόμενες Πυθίες και Σίβυλλες, ενώ λιγοστοί ήταν οι άνδρες μάντεις. Πάντοτε όμως, μάντεις και μάντισσες, έπρεπε να υποβληθούν σε συγκεκριμένη προετοιμασία εξαγνισμού ώστε να εισέλθουν σε ειδική συνειδησιακή κατάσταση, μέσω της οποίας μπορούσαν να δεχθούν και να μεταδώσουν τη θεία θέληση.

Οι ερωτήσεις που ετίθεντο στους μάντεις, κυμαίνονταν από μεγάλα πολιτικά διλλήματα, πολεμικά ζητήματα και συμμετοχή σε συμμαχίες, έως και τις πιο απλές προσωπικές ανησυχίες της καθημερινότητας. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως για τη λήψη του χρησμού ήταν, ο ερωτών, να βρίσκεται σε αρμονία με τις αρχές του φυσικού αλλά και του πνευματικού κόσμου. Για το λόγο αυτό υποβαλλόταν και ο ίδιος σε ειδική προετοιμασία, σωματική και ψυχολογική, προτού συμβουλευτεί κάποιο μαντείο. Οι χρησμοί εξέφραζαν τη θέληση των θεών και έτσι καθοδηγούσαν και διαμόρφωναν τη συμπεριφορά των ανθρώπων.

Η μαντική αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής των αρχαίων Ελλήνων αν και υπήρχαν διαφορετικές, συμπληρωματικές καλύτερα, προσεγγίσεις για τη φύση και την μεθοδολογία της.

Κατά τον Πλούταρχο, η πρόβλεψη του μέλλοντος ήταν αποτέλεσμα συντονισμού της Ψυχής του μάντη με πιο λεπτεπίλεπτους κόσμους, οι οποίοι φωτίζονταν από τον θεό του Φωτός τον Απόλλωνα, που διέλυε το σκότος με τις ακτίνες του. Η Κασσάνδρα, οι Σίβυλλες και οι Πυθίες θεωρούνταν «εξ Απόλλωνος μαινόμεναι». Ο Σωκράτης από την πλευρά του, θεωρούσε ότι η μαντική μπορούσε να γίνει κτήμα κάθε ανθρώπου μέσω της αυτογνωσίας. Οι Στωικοί πίστευαν πως, κάθε συμβάν συνδεόταν με ένα σύνολο γεγονότων, παρελθοντικών, σύγχρονων και μελλοντικών. Ο Δημόκριτος θεωρούσε τη μαντική ως εγγενή ικανότητα της Ψυχής, πίστευε δε ότι οι Ψυχές των μάντεων αλλά και των τρελλών είχαν διαφορετική σύνθεση από εκείνες των υπόλοιπων ανθρώπων.

Οι αρχαίοι Έλληνες διαιρούσαν τη μαντική τέχνη σε δύο κατηγορίες: στην άτεχνη και την έντεχνη, ονόματα τα οποία αποδόθηκαν από τον Κικέρωνα στο «Περί Μαντείας». Η φυσική ή άτεχνος μαντεία ήταν μια «έμφυτη» ικανότητα προφητείας, μια θεόπνευστη ορμή, που με αυτήν ο άνθρωπος γινόταν όργανο θείου πνεύματος. Αποτελούσε ένα χάρισμα που ασκείτο με άμεσο τρόπο από ένα αγνό άτομο που ήταν έτοιμο να δεχθεί την έμπνευση και να αποκαλύψει τη θεία βούληση. Από την άλλη πλευρά, η έντεχνη ή επαγωγική μαντεία διδασκόταν και συμπληρωνόταν από μακροχρόνια προσωπική πείρα.

Οι Ιεροί Τόποι των Μαντείων

Τα μαντεία, γενικά, διαδραμάτιζαν σημαντικό κοινωνικό ρόλο ασκώντας μεγάλη επιρροή στη ζωή των ατόμων και των πόλεων. Ήταν σπαρμένα σε όλη την Ελλάδα αποτελώντας ένα δίκτυο ιερών τόπων και είχαν καταλυτική επίδραση στη διαμόρφωση ιδεών. Άκμασαν έως τον 5ο αιώνα π.Χ. στα Αρχαϊκά και Κλασικά χρόνια, ενώ η παρακμή τους τοποθετείται γύρω στα Ελληνιστικά χρόνια.

Τρία ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά ενός μαντείου: η θεότητα στην οποία ήταν αφιερωμένο, το ιερατείο και η τοποθεσία.

Οι σοφοί στην αρχαία Ελλάδα -αλλά και σε άλλες χώρες όπως την Αίγυπτο, την Αμερική, την Ανατολή- όριζαν, ως ιερούς τόπους, συγκεκριμένα μέρη στα οποία θεωρούσαν ότι διοχετεύονταν οι ουράνιες ενέργειες επάνω στον πλανήτη μας. Εκεί όπου υπήρχε ένα είδος Ιερογαμίας, εκεί όπου ενωνόταν ο Ουρανός με τη Γη. Θεωρούσαν επίσης, ότι κοντά στις Ισημερίες και τα Ηλιοστάσια αυτή η ένωση ανανεωνόταν.

Οι θέσεις των ιερών τόπων, σχημάτιζαν γεωμετρικά σχήματα που συχνά αναπαριστούσαν έναν είδος χάρτη του Ουρανού. Επειδή πίστευαν ότι «Όπως είναι επάνω είναι και κάτω», αναπαριστούσαν πάνω στη Γη αστρικά συστήματα και αστερισμούς ως οπτικές αντανακλάσεις της ουράνιας πραγματικότητας. Στον «Τίμαιο» του Πλάτωνα ορίζεται ότι αυτός ο κόσμος, ο αισθητός, είναι ακριβές αντίγραφο του ουράνιου σχεδίου, με αναλογίες συμμετρικές και αρμονικές. Η καρδιά της αρχαίας γνώσης βασιζόταν πάνω στην εναρμόνιση και αλληλοσυσχέτιση του Ουρανού και της Γης. Πίστευαν ότι τα άστρα εξέπεμπαν ενεργειακές δυνάμεις που καθώς διοχετεύονταν και εκδηλώνονταν στη Γη, δημιουργούσαν περαιτέρω ενεργειακά πεδία αλλά και «συνειδητότητα».

Όλοι οι λαοί, θεωρούσαν τον πλανήτη Γη ζωντανό οργανισμό. Πίστευαν πως η μητέρα Γαία τρεφόταν και διατηρείτο στη ζωή με ένα δίκτυο από υπόγειες ενεργειακές αρτηρίες, ανάλογες με εκείνες του ανθρώπινου σώματος. Στις αρτηρίες αυτές, τα λεγόμενα «τελλουρικά ρεύματα», έρεαν ηλεκτρομαγνητικές – αιθερικές ενέργειες. Οι διασταυρώσεις, τουλάχιστον δύο τέτοιων «αρτηριών», χαρακτηρίζονταν ως τόποι δύναμης, ως ιεροί χώροι. Είναι περιοχές όπου ο χώρος, ο χρόνος, η ύλη και η ενέργεια συμπεριφερόταν διαφορετικά από ότι συνήθως.

Οι ιεροί τόποι των μαντείων συχνά είχαν κάποια ιδιαίτερα φυσικά χαρακτηριστικά στα οποία οι πρόγονοί μας προσέδιδαν έναν ιδιαίτερο συμβολισμό. Έτσι ένα μαντείο μπορεί να βρισκόταν κοντά σε σπήλαια, πηγές, σχισμές βράχων και ρωγμές του εδάφους, που θεωρούνταν γενικά ως δίαυλοι επικοινωνίας με τους θεούς και τα πνεύματα. Ως πύλες μέσω των οποίων οι θεοί απευθύνονταν άμεσα στους ανθρώπους.

Στην Ελλάδα κάθε πυθόχρηστο, εξαρτώμενο από τους Δελφούς μαντείο, είχε έναν λίθινο ομφαλό. Οι ομφάλιοι λίθοι που έχουν διασωθεί σε αρχαίους ναούς, είναι «χάρτες» που δείχνουν τους ενεργειακούς μεσημβρινούς και παράλληλους, οι οποίοι συνδέουν γεωδαιτικά όχι μόνον τα αρχαία ιερά αλλά και τις πόλεις μεταξύ τους.