Το Μαντείο της Δωδώνης
1
Ο χώρος του μαντείου της Δωδώνης.
Πρόκειται για το αρχαιότερο ιερό-μαντείο που συναντάται στον ελλαδικό χώρο.Βρίσκεται πάνω στις παγωμένες κοιλάδες της Δωδώνης, στους πρόποδες του όρους Τόμαρος, σε υψόμετρο 600 μέτρων.
Η ύπαρξη του Μαντείου της Δωδώνης ως λατρευτικού χώρου χρονολογείται από το 2.600 π.Χ., αν και σύμφωνα με σύγχρονες αρχαιολογικές εκτιμήσεις η Δωδώνη ήταν ήδη ενεργή από την εποχή του χαλκού, επικεντρωμένη στη λατρεία της Μητέρας-Γης, για την οποία μάλιστα τελείτο θυσία Ιερού Ταύρου.
Η λατρεία του Δία ήρθε στη Δωδώνη αργότερα, από τους Σελλούς, και εξελίχθηκε σταδιακά σε κυρίαρχη. Ο Δίας λατρευόταν με πολλές ονομασίες, όπως Ζευς ο Πελασγικός, Νάϊος και Δωδωναίος. Με τη σύζυγο του Διώνη αποτελούσαν το «Ιερό Ζεύγος», ενώ η Διώνη εκπροσωπούσε την υγρή φύση και τη γονιμοποιό δύναμη του υγρού στοιχείου.
Ο Ηρόδοτος για την ίδρυση αυτού του μαντείου αναφέρει πως, δυο μαύρα περιστέρια ξεκίνησαν να πετούν από τις Θήβες της Αιγύπτου προς μέρη μακρινά. Το ένα έφτασε στην καρδιά της Λιβύης στην όαση της Σίβα όπου και ιδρύθηκε ο μαντείο του Άμμωνα, το άλλο έφτασε στη Δωδώνη, κούρνιασε πάνω σε μια βελανιδιά και δήλωσε με ανθρώπινη φωνή ότι εκεί έπρεπε να θεμελιωθεί το μαντείο του Δία.
Για πολλούς αιώνες το μαντείο της Δωδώνης ήταν μονάχα αυτή η βελανιδιά που συνομιλούσε με τον άνεμο. Είναι πραγματικά μοναδική η ύπαρξη ιερού χωρίς ναό, με μόνη την συγκεκριμένη βελανίδια, την οποία όλοι θεωρούσαν, ότι τη χρησιμοποιούσε ο θεός σαν γήινη κατοικία του. Για τον λόγο αυτό, ο Δίας εδώ, ονομαζόταν Νάιος-Φυγονάιος, αυτός δηλαδή που κατοικεί στην βελανιδιά. Το γεγονός ότι η βελανιδιά της Δωδώνης είχε μαντικές ιδιότητες οφειλόταν στην προηγούμενη σύνδεση της με την Γαία, την μητέρα όλων των μαντείων. Ενώ αυτό το δέντρο συνδέεται επιπλέον και με χθόνιες θεότητες: τον Ποσειδώνα, την Δήμητρα και τις Ερινύες.
Σύμφωνα με τους μύθους, δρυς είναι το δέντρο, επάνω στο οποίο ο Ζας (Δίας) άπλωσε το πέπλο που θα χάριζε στη γυναίκα του Χθονίη για τους γάμους τους. Ο Ζας έκανε να φυτρώσει μαγικά μια μεγάλη βαλανιδιά, για να γίνει θεμέλιο της Γης ή κατ΄ άλλη εκδοχή, κάλεσε από μακριά μια βαλανιδιά που πέταξε με μαγικό τρόπο ως αυτόν, χρησιμοποιώντας τα κλαδιά της για φτερούγες. Κατόπιν ύφανε ένα ρούχο που το στόλισε με τη Γη και τον Ωκεανό και το ακούμπησε επάνω στα απλωμένα της κλαδιά για να σχηματίσει την επιφάνεια της Γης.
Η φωνή του θεού εκφραζόταν με τον ψίθυρο των φύλλων που σάλευε ο άνεμος, με τις δονήσεις που αντηχούσαν οι μπρούτζινοι λέβητες πάνω στους τρίποδες γύρω από τον ιερό κορμό της βελανιδιάς, με το γουργουρητό των περιστεριών που κούρνιαζαν στα κλαδιά της. Πάνω στο παχύ στρώμα κάτω από την βελανιδιά ξάπλωναν οι ερμηνευτές του Δία οι οποίοι απαντούσαν με χρησμούς στα ερωτήματα που έγραφαν οι ενδιαφερόμενοι σε χάλκινο έλασμα. Μάντευαν ακόμη και από το κελάρυσμα του νερού της ιεράς πηγής Ναϊου ή πηγή του Διός.
Οι ιερείς ήταν Θεσπρωτοί που ονομάζονταν Σελλοί ή Ελλοί ίσως οι πρώτοι κομιστές του ονόματος Έλληνες. Οι Σελλοί περπατούσαν ξυπόλυτοι, δεν έπλεναν τα πόδια τους και κοιμούνταν κατάχαμα αφού πίστευαν ακράδαντα ότι κάθε προφητική δύναμη εκπορεύεται από τη γη. Στην Ιλιάδα διαβάζουμε: «Δία της Δωδώνης, πρωτοκυβέρνε, Πελασγικέ, που μένεις μακριά, την παγερή αφεντεύοντας Δωδώνη, και τρογύρα χαμοκοιτάμενοι, ανιφτόποδοι, ζουν οι Σελλοί οι δικοί σου προφήτες»
Αργότερα προστέθηκαν στο μαντείο οι τρείς ιέρειες-πελειάδες, όπου πελία, ονομάζεται το περιστέρι, που στην Ήπειρο σήμαινε γραία, σύμβολο της θεάς Γης. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται στις ιέρειες: Τιμαρέτη, Νικάνδρη και Προμενεία που τραγουδούσαν τον περίφημο ύμνο «Ζευς ην, Ζευς εστί και Ζευς έσεται. Ω μεγάλε Ζευ!»
Το μαντείο γνωστό σε όλη την αρχαία Ελλάδα, αναφέρεται από τον Όμηρο στην «Ιλιάδα και την Οδύσσεια» και από τον Αριστοτέλη και τον Ηρόδοτο στην «Αργοναυτική Εκστρατεία». Στην διάρκεια τουλάχιστον δυο χιλιετηρίδων, άνθρωποι από διάφορα μέρη και περιοχές, βρέθηκαν στη Δωδώνη να ικετέψουν το θεό για μια απάντηση στα αγωνιώδη ερωτήματά τους. Κυρίως όμως απευθύνονταν σε αυτό Μακεδόνες, Ηπειρώτες, Αιτωλοί και Ακαρνάνες. Η εποχή της ακμής του μαντείου ήταν η Μυκηναϊκή εποχή (1500 – 1000 π.Χ.).
Άλλα Μαντεία Αφιερωμένα στον Δία
Το μαντείο του Δία στην Ολυμπία. Εδώ οι χρησμοί έβγαιναν από τη φωτιά της προσφερόμενης ζωοθυσίας.
Το μαντείο του Κρητογενούς Δία. Ο χρησμός διδόταν απευθείας στον ενδιαφερόμενο προσκυνητή, σε όνειρο, την ώρα που κοιμόταν στο «Μέγα Σπήλαιο».
Το μαντείο του Λυκαίου Δία και Πάνα πάνω στο Λυκαίο βουνό της Αρκαδίας όπου εκεί χρησμοδοτούσε προφήτισσα.
Το μαντείο του Άμμωνα Δία, στη Λιβυκή έρημο, στην όαση Σίβα. Εδώ, υπήρχε λίμνη τα νερά της οποίας την ανατολή ήταν χλιαρά, το μεσημέρι γίνονταν ψυχρότερα, κατά τη δύση του Ηλίου άρχιζαν να ξαναθερμαίνονται και ως τα μεσάνυχτα είχαν αρχίσει να βράζουν. Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικιελιώτη, στο μαντείο υπήρχε άγαλμα, υπό τη μορφή κριού, του Άμμωνα Ρα, που μπορούσε να μιλάει και να δίνει απαντήσεις.
Το Μαντείο των Δελφών
4
Το θέατρο και ο ναός του
Απόλλωνα στους Δελφούς.
Ένας πανέμορφος τόπος ευλογημένος από τη μητέρα Γη, οι Δελφοί, ήταν η μαγική τοποθεσία, στην οποία αποφάσισε η Γαία, να εγκαταστήσει την ιέρειά της.Σε υψόμετρο γύρω στα 700 μέτρα στην περιοχή της αρχαίας Φωκίδας, ανάμεσα σε δυο πελώριους βράχους, τις Φαιδριάδες, υπήρχε το μαντείο. Η αρχή της λειτουργίας του χάνεται στα βάθη του χρόνου.
Πολύ παλιά ζούσε εκεί η θεά Γαία με τον γιο της, το ερπετό Πύθωνα. Δεν υπήρχε κανένα χτίσμα τριγύρω και μονάχα η γη άλλαζε φορεσιά ανάλογα με την εποχή του χρόνου. Σε αυτήν την μυθική εποχή πολύ πριν από την λατρεία του Απόλλωνα, έδινε τους χρησμούς μία ιέρεια της γης, ένα νεαρό κορίτσι, που καθόταν σε έναν τρίποδα πάνω σε ένα γήινο χάσμα.
Ο ιστορικός Ιουστίνος θεωρεί ότι αυτή είναι η αιτία της ίδρυσης του μαντείου στους Δελφούς, η ύπαρξη δηλαδή ενός χάσματος, από το οποίο έβγαιναν αναθυμιάσεις, που οδηγούσαν την μάντισσα σε κατάσταση έκστασης. Αυτές οι γήινες ρωγμές θεωρούνταν ιερές αφού χρησιμοποιούνταν ως δίοδοι επικοινωνίας με τα χθόνια βασίλεια.
Το μαντείο πέρασε στην εξουσία του Απόλλωνα κατά την Γεωμετρική περίοδο. Ο θεός πήρε το μαντείο από την Γαία αφού σκότωσε τον Πύθωνα, παίρνοντας έτσι το προσωνύμιο Πύθιος. Στη συνέχεια, για να εξαγνίσει το χώρο και τον εαυτό του έφερε μαζί του το ιερό του φυτό, τη δάφνη. Οι πρώτοι ιερείς του Απόλλωνα λέγεται ότι ήταν Κρήτες που είχαν έρθει εκεί με την μορφή Δελφινιών τους οποίους ο ίδιος μετέφερε στην πλάτη του. Έτσι ο Απόλλωνας ονομάστηκε Δελφίνιος και η τοποθεσία Δελφοί.
Ο Αισχύλος μέσα από την τραγωδία του «Ευμένιδες» μας παρουσιάζει μια διαφορετική εκδοχή. Η πρώτη μάντισσα των Δελφών ήταν η θεά Γη και στη συνέχεια οι κόρες της, η Θέμις και η τιτανίδα Φοίβη. Ο Απόλλωνας, έγινε Φοίβος, ήρθε από τη Δήλο και δεν χρειάστηκε να σκοτώσει τον Πύθωνα.
Ενώ ο Ευριπίδης στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις» διατείνεται ότι ο Απόλλωνας ως βρέφος ήρθε με τη μητέρα του Λητώ από τη Δήλο, κατέλαβε το μαντείο και σκότωσε τον Πύθωνα. Θύμωσε όμως η Γη για τη βίαιη εκδίωξη της Θέμιδας και άρχισε να στέλνει προφητικά όνειρα στους ανθρώπους για να αποδυναμώσει τη δύναμη του θεού. Ο Δίας παρενέβη παραδίδοντας τελικά την εξουσία του τόπου στον Απόλλωνα.
Τέλος ο Ηράκλειτος αναφέρει πως: «Ο θεός που το μαντείο του βρίσκεται στους Δελφούς ούτε μιλά ούτε παραμένει σιωπηλός, αλλά δίνει σημάδια».
Οι Δελφοί ήταν το σημαντικότερο, το ιερότερο, μέρος της Αρχαϊκής περιόδου στην Ελλάδα. Επρόκειτο για βαθιά θρησκευτική εμπειρία στην οποία όλα τα ερωτήματα έβρισκαν απαντήσεις και οι συμβουλές των ιερέων του Απόλλωνα ακολουθούνταν κατά γράμμα.
Η εμπιστοσύνη όλων στη δύναμη του μαντείου ήταν τόσο μεγάλη που το συμβουλεύονταν για κάθε θέμα πολιτικό, ακόμα και προσωπικό. Φτωχοί αλλά και βασιλιάδες κατέφευγαν εκεί ή έστελναν αντιπροσώπους προκειμένου να ζητήσουν βοήθεια από τον θεό. Κατέφθαναν και αντιπροσωπείες από πόλεις που είχαν πληγεί από κάποια φυσική καταστροφή και ζητούσαν εξιλέωση.
Κατά την αρχαϊκή περίοδο αναγέρθηκε στους Δελφούς μεγαλόπρεπος Δωρικός ναός, που στην είσοδό του υπήρχαν τρείς επιγραφές: «Γνώθι Σαυτόν», «Μηδέν Άγαν» (κάνε τα πάντα με μέτρο) και στην κορυφή το παράξενο «Εν Δελφοίς Ε». Το Δελφικό Έψιλον, το αρχαιοελληνικό σύμβολο (κλείδα) που σχετιζόταν με τη μύηση του ανθρώπου στο Φως.
Την περίοδο του 7ου και 6ου π.Χ. αιώνα, όπου αυξήθηκε το ενδιαφέρον για νέες αποικίες, το μαντείο γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή του, καθώς πολλές αποστολές ξεκινούσαν μόνον αφού έπαιρναν πρώτα τον χρησμό. Αυτές τιμούσαν τον Απόλλωνα σαν Αρχηγέτη, ενώ αρκετές έπαιρναν το όνομα Απολλωνία. Όταν η αποίκηση στεφόταν με επιτυχία, οι προσφορές, και τα δώρα κατέκλυζαν τον ναό. Έτσι οι Δελφοί έγιναν η ισχυρότερη και πιο πλούσια πόλη της Ελλάδας, ενώ κάθε ισχυρή πόλη είχε χτισμένο εκεί το θησαυροφυλάκιο της. Οι πιο αδύναμες οικονομικά πόλεις, ανέγειραν αγάλματα στην Ιερά Οδό, ενώ όλες οι πόλεις-κράτη της Ελλάδας συνεισέφεραν οικονομικά και έστελναν θησαυρούς στους Δελφούς.
Ο Κλεισθένης έχτισε καινούργιες ενότητες στο ναό και θεσμοθέτησε τα Πύθια που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια όπως και οι Ολυμπιακοί αγώνες. Κατά την περίοδο των Πυθίων αγώνων, εκτελούνταν παραστάσεις στο θέατρο και στο στάδιο, ενώ έως και 7.000 θεατές παρακολουθούσαν τους αθλητές στα αθλήματα και τις αρματοδρομίες.
Την επιμέλεια του μαντείου είχαν πέντε άνδρες, κάθε ένας από τους οποίους άνηκε σε μια από τις μεγάλες οικογένειες των Δελφών που ονομάζονταν Δευκαλιωνίδες. Αυτοί ονομάζονταν όσιοι, ενώ ο επικεφαλής τους προφήτης.
Πυθία ονομαζόταν η εκάστοτε Πρωθιέρεια του θεού Απόλλωνα στο μαντείο των Δελφών η οποία, μέσα σε έκσταση, απελευθερωμένη από τους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου, μετέφερε την χρησμοδότηση του θεού προς τον ενδιαφερόμενο.
Η ιέρεια αγωνιζόταν καθώς το πνεύμα του θεού την καταλάμβανε γιατί, «όλος ο χρόνος συγκεντρώνεται μαζί και οι αιώνες συνωθούνται μέσα στο στήθος της…» Γιατί «μετρά τον αριθμό των κόκκων της άμμου στην παραλία και λογαριάζει τη θάλασσα. Καταλαβαίνει την ομιλία του μουγκού και ακούει τον άφωνο».
Η λέξη «Πυθία» προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «πυνθάνομαι» που σημαίνει πληροφορούμαι. Άλλοι θεωρούν ότι προέρχεται από το «Πύθων», το όνομα του ερπετού της Γαίας.
Αρχικά, οι πρώτες ιέρειες-Πυθίες ήταν αφιερωμένες στην υπηρεσία του θεού, νεαρές, παρθένες των Δελφών. Αργότερα όμως αποφασίστηκε η Πυθία να είναι πάνω από 50 χρόνων. Άφηνε το σπίτι και την οικογένειά της και έμενε σε ένα συγκεκριμένο οίκημα μέσα στον ναό ώστε να διατηρείται αμόλυντη. Φορούσε άσπρα ρούχα και ζούσε βάσει των κανονισμών των ιερέων.
Πρώτη ιέρεια Πυθία του μαντείου των Δελφών ήταν η Φημονόη. Στην αρχή της λειτουργίας του το μαντείο είχε μόνο μία Πυθία. Όσο όμως τα χρόνια περνούσαν και η φήμη των Δελφών μεγάλωνε, οι Πυθίες ήταν συνήθως τρεις.
Αυτό που πρέπει να τονίσουμε είναι το γεγονός ότι, το μαντείο είχε τόσο ισχυρή θέση στη συνείδηση των Ελλήνων επειδή η Πυθία μετέφερε τα ίδια τα λόγια του Απόλλωνα, εκτελώντας τη λεγόμενη «ένθεο μαντική», την απευθείας προφητεία που δινόταν στους πιστούς διαμέσου των ιερέων και ιερειών.
Πριν από το χρησμό η Πυθία ακολουθούσε ένα τελετουργικό κάθαρσης εξαγνίζοντας το σώμα της στα ιερά νερά της Κασταλίας. Στη συνέχεια κατέβαινε στο άδυτον, έπαιρνε τη θέση της πάνω στο τρίποδο, άκουγε την ερώτηση από τους ιερείς που βρίσκονταν σε ένα διπλανό μικρό χώρο, μασώντας φύλλα δάφνης και πίνοντας νερό από την Κασσωτίδα, έπεφτε σε έκσταση, ενώ οι ιερείς κατέγραφαν και ερμήνευαν τα λόγια που πρόφερε. Οι χρησμοί που οι ιερείς «μετέφραζαν» ήταν συνήθως έμμετροι, σε δακτυλικό εξάμετρο και πολλές φορές είχαν διφορούμενη σημασία.
Στην Κασταλία πηγή εξαγνίζονταν εκτός από τους ιερείς και εκείνοι που ζητούσαν χρησμό οι λεγόμενοι θεοπρόπες. Πλήρωναν έναν ορισμένο φόρο, τον πελανόν, που δεν ήταν ο ίδιος για όλους, ενώ έπρεπε να προσφέρουν και θυσία στον ναό του Απόλλωνα. Έπρεπε δε, να γνωστοποιήσουν στους ιερείς εκ των προτέρων τα ερωτήματά τους. Τελικά εισέρχονταν μέσα στο άδυτο και οδηγούνταν σε μία ειδική θέση μπροστά στην Πυθία την οποία όμως δεν έβλεπαν γιατί εκείνη βρισκόταν πίσω από ένα παραπέτασμα.
Ο Πλούταρχος, ο οποίος διετέλεσε ιερέας του μαντείου, αναφέρει ότι η Πυθία χρησμοδοτούσε μια φορά τον χρόνο, στις 7 του μήνα Βυσίου (μέσα Φεβρουαρίου-Μαρτίου), ημέρα των γενεθλίων του Απόλλωνα. Από τον 6ο π.Χ αιώνα όμως που οι πιστοί άρχισαν να πληθαίνουν, το Μαντείο άρχισε να χρησμοδοτεί στις 7 κάθε μήνα, πλην των «αποφράδων ημερών», όπου δεν μπορούσε να δώσει χρησμό η Πυθία και τους τρεις χειμερινούς μήνες, γιατί ο Απόλλωνας ταξίδευε στους Υπερβορείους και την εξουσία του ιερού χώρου αναλάμβανε ο αδερφός του Διόνυσος. Στόχος του Δελφικού ιερού ήταν η τελειοποίηση του ανθρώπου και αυτό προϋπόθετε την συνεχή και αρμονική συνεργασία των δυο μεγάλων θεών.
Βασική επιδίωξη του μαντείου των Δελφών ήταν να απαλύνει τα ήθη των ανθρώπων σε προσωπικό αλλά και σε συλλογικό επίπεδο. Στο κεντρικό, σημείο της Απολλώνιας διδασκαλίας η οποία εκφραζόταν μέσω του μαντείου και των χρησμών, στέκονται δύο βασικές αντιλήψεις: το μέτρο και η αυτογνωσία. Η συμβολή του μαντείου ήταν καίρια και οδήγησε τους Έλληνες να κατακτήσουν προχωρημένες για την εποχή ανθρωπιστικές ιδέες.
Η αντίληψη του μαντείου για τον κατευνασμό των παθών, τον εξανθρωπισμό των ηθών και τον έλεγχο των βίαιων αντιδράσεων, μετεξελίχθηκε σε αρχή όλης της διδασκαλίας του και απετέλεσε θεμελιώδες στοιχείο στις αποφάσεις του. Όλοι οι χρησμοί διαπνέονταν από ένα αρμονικό ανθρώπινο λόγο, που εξέφραζε την απολλώνια διδασκαλία. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά Δελφικά παραγγέλματα: