ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ!!!

Τ᾿ ὁλόχρυσο ποτάμι
Τρέχ᾿ ἡ ματιά μου ἐλεύθερη, χάνεται, σχίζει
κάτου τὰ κύματα τὰ σύννεφα ψηλά,
καὶ πάει καὶ σταματᾷ ἐκεῖ ποὺ γλυκογγίζει
καὶ μὲ τὴ θάλασσα ὁ οὐρανὸς μιλᾷ.

Κοιμᾶται τ᾿ ἀκρογιάλι, ἡ αὔρα πλέει δειλά,
ἀσπρίζει ἐδῶ πουλὶ κι ἐκεῖ οὐρανὸς μαυρίζει.
Ἡ νύχτα ἐχύθ᾿ ἡ δύσις μοναχὰ ροδίζει,
ἡ μέρα εἶναι νεκρὸς ὁποῦ χαμογελᾷ.

Μὰ καὶ τῆς δύσεως σὲ λίγο φεύγ᾿ ἡ χάρη,
καὶ μέσ᾿ στὴ λίμνη μας θὰ δοῦμε τὸ φεγγάρι
ἕνα ποτάμι ὁλόχρυσο πλατὺ νὰ κάμει.

Καὶ τότε θὰ σοῦ πῶ ἀγάπη μου δροσάτη:
-Μέσ᾿ στὴν καρδιά μας, θάλασσα πάθη γεμάτη,
ὁ Ἔρως εἶν᾿ αὐτὸ τ᾿ ὁλόχρυσο ποτάμι.

2

Φαντασία
Φαντασία δέσποινα, ἔλα,
τρέξε πρωτοστάτη Νοῦ,
σύρτε ἀδάμαστες δουλεῦτρες,
ὦ νεράιδες τοῦ Ρυθμοῦ,
κι ἀπ᾿ τοῦ πόθου τὰ βαθιά,
τὰ ψηλὰ τοῦ λογισμοῦ
φέρτε, φέρτε, τοῦ μαρμάρου
τ᾿ ἄνθια καὶ τοῦ χρυσαφιοῦ,
τὰ λαμπρόηχα λόγια φέρτε,
καὶ ρυθμίστ᾿ ἕνα παλάτι
καὶ στυλῶστε μέσα ἐκεῖ
τοῦ Ἡλίου τὸ εἴδωλο, καὶ κεῖνο
ὑπερούσια καμωμένο
ἀπὸ ἡλιοφεγγοβολή.

3

Οἱ θεοί
Καὶ πρωτοεῖδε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος
τοῦ ἥλιου τὴν ἀνατολή,
καὶ νὰ τῆς γλυκαποκρίνεται
γρίκησε μία μουσική,
χίλια λόγια, χίλια ἐγκώμια
πρὸς τῆς μέρας τὴν πηγή.
Κι ὅλα, ὦ θάμα, κι ὅλα, κ᾿ οἱ ὕμνοι,
καὶ τὰ λόγια καὶ τὰ ἐγκώμια,
σκορπιστήκανε στὰ τετραπέρατα,
καὶ τὰ σάρκωσαν οἱ αἰῶνες,
καὶ γινήκανε φωτοθεοὶ
καὶ ἁρμονίας τέρατα.

4

Τὸ Ἠλιογέννητο
Ἡ χαρὰ τρανὴ στὸν Ὄλυμπο!
Οἱ θεοὶ μοιράζονται τὴ γῆ,
λείπει ὁ Φωτοδότης, καὶ ἄκληρος
θὰ λησμονηθῆ.
Καὶ ἦρθε ὁ Φωτοδότης κ᾿ ἔγνεψε
πρὸς τὴ θάλασσα, καὶ αὐτὴ
σάλεψε καὶ ράγισε καρπόφορη,
καὶ γεννήθη τοῦ Ἡλίου τὸ νησί!
Καὶ ἦταν τὸ νησὶ χιλιόκαλο,
κ᾿ ἔζησαν ἐκεῖ τεχνίτες
καὶ εἴτανε σὰν ὑπεράνθρωποι,
γιατί κάποια ἀγάλματα ἔπλαθαν,
ὅλα ὡραῖα σὰ θεοί,
καὶ ὅλα ζωντανὰ σὰν ἄνθρωποι.

5

Ὀρφικὸς Ὕμνος
Ἔξω ἀπὸ τοὺς δρόμους τῶν ἀστόχαστων,
λειτουργὸς καὶ ψάλτης ὀρφικός,
ἕναν ὕμνο ξαναφέρνω
μιᾶς λατρείας πανάρχαιας πρὸς τὸ φῶς.
Ἔτρεξε ὡς τὰ τώρα ὁ λογισμός μου,
καταχωνιασμένος ποταμὸς
ξάφνισμα στὸ βούισμα τῶν ἀνθρώπων
τῆς κιθάρας μου ὁ ρυθμός.
Νύχτα ξεκινῶ, νύχτ᾿ ἀνεβαίνω
τὴ δυσκολανέβατη κορφὴ
θέλω μόνος, θέλω πρῶτος
τ᾿ ἀπολλώνιο φῶς νὰ χαιρετίσω,
ἐνῶ κάτου στοὺς ἀνθρώπους
θὰ εἶν᾿ ἀκόμα ὁ ὕπνος καὶ τὸ σκότος.