ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΠΟΙΗΣΗ!

Δήμητρα Κωτούλα

ΠΑΙΖΟΥΜΕ ΦΑΤΝΗ;

Η μυρωδιά της νύχτας σε γυροφέρνει γεμάτη προσμονή σαν το σκυλί.
Ζαλισμένη απ’ τη γλύκα της σαλεύεις μπροστά
στο δέντρο που φέγγει εκκωφαντικά μες στη διχάλα του χρόνου.
Σκύβεις στη φάτνη και ώρα την παρατηρείς.
Ξαφνικά με μια λαστιχωτή κραυγή τινάζεσαι μπροστά και
σέρνεις εκεί στο χριστουγεννιάτικο χαλάκι του σαλονιού
διάπλατα ανοιχτό το πάπλωμά σου.
Από την πουπουλένια αυτοσχέδια φάτνη σου ξεπετάγονται
κιόλας κλαριά και αγκαθωτά φύλλα.
Σκοτάδι ανεβαίνει γύρω της σαν αφρισμένος αγρός
λιμνάζοντας στο εύθραυστο όριο της στέγης
κροταλίζοντας πάνω στο ξερό του μαύρο
το συντελεσμένο και φέτος θαύμα.
Με προσκαλείς να σε ακολουθήσω λες και
ανήκω μαζί σου μέσα εκεί, λες και είναι εκεί η θέση μου
δίπλα στον ομφάλιο Θεό που κλαίγοντας ορμάει θριαμβευτικά στο θνήσκειν.
Γελώ. Μου δίνεις την άκρη απ’ το γαϊδουράκι κι εσύ
κρατάς κατάματα τον φακό σου στον αναμμένο Χριστό.
Ο χώρος δεν είναι αρκετά ευρύχωρος και με ενοχλεί πλάι μου
αυτό το εκτυφλωτικό φως που δεν εξαντλείται απαρηγόρητο
μέχρι να στραφώ και να το γνωρίσω.
Με κοιτάς συγκαταβατικά κι απλώνεις τα χέρια.
Με αγκαλιάζεις τρυφερά βεβαιώνοντάς με ότι, σοβαρά, του χρόνου θα μου φτιάξεις
καλύτερη φάτνη χωρίς φως και Χριστό με πιο πυκνό και πιο μονόχρωμο σκοτάδι.

Ιωάννα Λιούτσια

ΤΑ ΚΑΤΑΦΑΤΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Κοιτάμε στα μάτια τα κοράκια
και νομίζουμε πως κοιτάμε τον θάνατο
πως όλα πέρασαν
δεν έχουμε πια να φοβόμαστε τίποτα.

Κάτω από κίτρινα άστρα και κόκκινες μπάλες
συναντάμε ανθρώπους που κάποτε ζήσαμε μαζί
κλαίμε
κλαίμε κι αγκαλιαζόμαστε
χωρίς να μιλάμε – πια δεν χρειάζεται
ξέρουμε όλοι.

Μες στα στολίδια μια κάρτα ξεχασμένη
κι η μπαταρία ακόμη εξαντλήθηκε
χτυπάει μόνο κάποιες νότες απ’ τα κάλαντα.

Παιδί δεν αγαπούσα τα Χριστούγεννα
αλλά την προσμονή τους.
Τώρα με συγκατάβαση χαμογελώ πριν έρθουν
γιατί μου μάθανε
πια να μην περιμένω τίποτα,
κάπως με βία τα γιορτάζω
ξέροντας πως τίποτα δεν θα αλλάξει
πως οι ελπίδες μας γεράσανε

– μα αν τις πιστεύουμε ετοιμοθάνατες
αρκεί ένα βλέμμα στα κοράκια
για ν’ αναθαρρήσουν πάλι.

Κλεοπάτρα Λυμπέρη

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

Εκείνα τα Χριστούγεννα δεν υπήρχε φάτνη στο σπίτι μας· από
το πέτρινο λουλούδι της μητέρας όρμαγε το κρύο·
λαμπιόνια και καλώδια τριγύριζαν το δέντρο μας, σαν
δάχτυλα που έσφιγγαν λαιμό για να τον πνίξουν.
Κι όταν σε έβαζα στην πρίζα, ομορφιά, έβλεπα
ένα σώμα καιόμενο, παραβιασμένο,
το δέντρο τρόμαζε, έφευγε ψηλά στο ταβάνι
– άπλωνα το χέρι να κόψω μια μπαλίτσα
και κατέβαιναν ως εμένα σκυλιά, γάβγιζαν τα
Χριστούγεννα των λυπημένων ποιητών.

Αλέξιος Μάινας

ΔΥΟ ΟΝΕΙΡΑ ΣΕ ΔΥΟ ΓΥΑΛΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΟΙΓΟΥΝ

(Κάδρα με τσίγκινες επωμίδες.)

Κάτω απ’ τις προτομές των συνοδοιπόρων
σαστισμένων στα κύματα των βουνοσειρών
και το τρέμουλο της μαγνητικής βελόνας
είχε γίνει ο κονιορτός του μονοπατιού λασπουριά.

Έβρεχε και κολλούσε για μέρες τ’ αστέρια,
κολλούσε τα χρόνια στην αναζήτηση μιας εξόδου
απ’ τα τείχη του οροπεδίου αυτής της ζωής,
τη ματαίωση στην κατάποση της ντροπής,
τα χαμόσπιτα στην πλαγιά και τον νόστο.

Η θέα του μπλε ματιού σκύβει ακόμα πάνω
απ’ το πέλαγος και τον χυμό των πλοίων,
ακούει τους τριγμούς της μπογιάς
να συζητά την υγρασία στις πόρτες
με τα λακτίσματα της βροχής
και την ψαύση της ομίχλης

μουρμουρώντας ύμνους των ανταρτών
κι ας γονατίσαν απόμυθοι
στις ρυτίδες των αμαξών
που πέρασαν ψάχνοντας για πυγολαμπίδες.

Αύριο θα ήταν Χριστούγεννα, θα πηγαίναμε θέατρο.
Εσύ, η αγωνία, θα ερχόσουν
με το αμάξι σου να με πάρεις.
Θα κόρναρες
να κατέβω.