Ιστορίες Αββάδων Απο το Γεροντικό

Ο ΑΒΒΑΣ ΣΑΒΒΑΤΙΟΣ ΓΡΑΦΕΙ

Όταν ησύχαζα στη λαύρα του αββά φιρμίνου ήλθε κάποιος ληστής και παρακαλούσε τον γέροντα και του έλεγε.« Για το Θεό αββά, κάνε αγάπη , γιατί είμαι υπεύθυνος πολλών φόνων. Κάνε με μοναχό, για να ησυχάσω στο εξής από τα κακά μου». Ο γέροντας τότε τον νουθέτησε και τον έκανε μοναχό δίδοντάς του και το άγιο σχήμα.

Μετά λίγες μέρες όμως του λέει ο γέροντας.« Πίστεψέ με παιδί μου, δεν μπορείς να μείνεις εδώ άλλο, γιατί αν ακούσει ο άρχοντας, θα σε πιάσει. Το ίδιο και οι εχθροί σου θα έρθουν και θα σε σκοτώσουν. Όμως άκουσέ με και θα σε στείλω σε κοινόβιο μακριά από εδώ». Και τον έστειλε στο κοινόβιο του Αββά Δωρόθεου κοντά στην γάζα. Αφού έκανε εκεί εννέα χρόνια κι έμαθε το ψαλτήρι κι όλη τη μοναχική πολιτεία, ανεβαίνει ξανά στη λαύρα του Φιρμίνου προς το γέροντά του και του λέει. « Αββά, κάνε έλεος σε μένα, δώσ’ μου τα ρούχα μου τα κοσμικά και πάρε τα μοναχικά ».

Ο γέροντας τότε πολύ λυπημένος του λέει. « Γιατί παιδί μου »; Αποκρίθηκε και είπε. « Να, όπως ξέρεις πάτερ, έχω εννέα χρόνια στο κοινόβιο και νήστεψα κι εγκρατεύτηκα όσο μπορούσα και έζησα με πολλή ησυχία και φόβο Θεού « εν υποταγή» και πιστεύω ότι η αγαθότητα του Κυρίου μου, μου συγχώρησε τα πολλά μου κακά, αλλά βλέπω κάθε τόσο ένα παιδί να μου λέει. « Γιατί με σκότωσες»; Αυτό βλέπω στον ύπνο μου και στην εκκλησία και στην τράπεζα να μου λέει αυτά και δεν με αφήνει ούτε ώρα. Γι’ αυτό πάτερ θέλω να φύγω, για να πεθάνω υπέρ του παιδιού αυτού, που σκότωσα χωρίς λόγο. Πήρε λοιπόν τα ρούχα, τα φόρεσε, βγήκε από τη λαύρα και πήγα στη Διόπολη, όπου την άλλη μέρα τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν.

Ο ΑΒΒΑΣ ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΣΕ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ

Ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος της ελληνικής πνευματικής κοινωνίας, μου μίλησε για τα νεανικά του χρόνια. Μου είπε. « Όταν ήμουν 20 χρόνων, ήμουν αναρχικός. Είχα μακριά μαλλιά, είχα σκουλαρίκια, είχα τυραννήσει πνευματικούς ανθρώπους και ειδικά τους δασκάλους μου. Με έστειλαν σ’ ένα χριστιανικό οικοτροφείο και τα έκανα άνω – κάτω.

Μια μέρα, με την προτροπή ενός θείου μου, αποφάσισα να επισκεφτώ τον πατέρα Πορφύριο. Νόμιζα πως θα συναντούσα ένα αφελές γεροντάκι αλλά γρήγορα διαψεύστηκα.

Μόλις με είδε ο Γέροντας μου είπε « Μωρέ εσύ θέλεις να πιστέψεις, αλλά δεν σε αφήνει το πολύ σου το μυαλό! Αλλά που θα πάς, σε αγαπάει, σε περιμένει ο Χριστός και θα σε κερδίσει μια μέρα! Μωρέ, έλα αύριο να τα πούμε! » Πήγα εγώ την άλλη μέρα να τα πούμε…! Ο Γέροντας, μόλις με είδε, μου είπε. « Μωρέ, σου αρέσουν τα ποιήματα; Γιατί, κι εγώ είμαι …ποιητής! Πάμε στο δάσος να σου απαγγείλω; Με πήρα από το χέρι και άρχισε να μου λέει ποιήματα …!

Εγώ, καθώς άκουγα αναλύθηκα σε δάκρυα και έκλαιγα. Γιατί …; Διότι, αυτά τα ποιήματα, που απάγγελνε ο Γέροντας, ήσαν τα δικά μου ποιήματα! Αυτά που είχα γράψει και τα είχα κρυμμένα σ’ ένα τετράδιο, πιστεύοντας ότι κάποια μέρα θα τα δημοσίευα. Είχα συγκλονιστεί!

Μετά το θαύμα αυτό του Γέροντα Πορφύριου, ο νέος έκανε αλλαγή στην ζωή του, έγινε καθηγητής σε πανεπιστήμιο, αλλά και ιερέας του Χριστού.

Ο ΑΝΑΧΩΡΙΤΗΣ ΑΒΒΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

Ο Αββάς Ιωάννης ο αναχωρητής υπήρξε πραγματικά άνθρωπος του Θεού και για να δείξει την προς τον Θεό αγάπη και ευαρέστησή του, διηγιόταν τούτο το θαύμα που συνέβαινε σ’ αυτόν. Λέει, ησύχαζα στα μέρη του Σοχού, είκοσι σχεδόν μίλια από τα Ιεροσόλυμα. Στο σπήλαιο το οποίο ησύχαζα είχα μια εικόνα της Θεοτόκου, πανάχραντης Δέσποινας και αειπαρθένου Μαρίας να κρατά στην αγκαλιά της τον Θεό μας.

Κάθε φορά λοιπόν που ήθελα να πάω σε κάποιο τόπο, ή σε μακρινές ερήμους ή στα Ιεροσόλυμα, για να προσκυνήσω τον Τίμιο Σταυρό και τους Αγίους Τόπους, ή και στο όρος Σινά, για να προσκυνήσω σε ναούς μαρτύρων που απείχαν από τα Ιεροσόλυμα μεγάλη και μακρινή απόσταση, ετοίμαζα την καντήλα της Θεοτόκου του σπηλαίου μου και την άναβα, όπως είχα συνήθεια.

Έπειτα στεκόμουν σε προσευχή και ικέτευα τον Θεό να κατευθύνει την πορεία μου και έλεγα στην κυρία Δέσποινά μας.« Κυρία Θεοτόκε, επειδή πρόκειται να βαδίσω μεγάλο διάστημα και μακρύ δρόμο, που έχει πολλών ημερών απόσταση, φρόντισε την καντήλα σου κι αν πάει να σβήσει, φύλαξέ την κατά την διάθεσή μου και παρακαλώ να σε έχω βοήθεια και συνοδοιπόρο ». Και λέγοντας αυτά μπροστά στη εικόνα έφευγα. Έκανα την προγραμματισμένη πορεία και επέστρεφα πότε σε ένα μήνα, πότε σε διό και τρείς, καμιά φορά και σε πέντε και έξι.

Ποτέ, επιστρέφοντας δε βρήκα την καντήλα σβηστή, αλλά περιποιημένη και αναμμένη όπως ακριβώς την είχα αφήσει φεύγοντας για την πορεία μου. Η Δέσποινα του κόσμου, η ουράνια Άνασα, κι εμένα τον αμαρτωλό είχε υπό την προστασία της, αλλά και για την καντήλα της μεριμνούσε.

Ο ΑΒΒΑΣ ΣΙΣΙΝΝΙΟΣ Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ

Ο Μέγας αναχωρητής Αββάς Σισίννιος διηγείται για την παγίδα που του έστησε ο πονηρός, ως εξής. « Όταν ήμουν στο σπήλαιό μου κοντά στον Ιορδάνη και καθώς έψαλλα την Τρίτη ώρα, αντιλήφτηκα κάποιος να μπαίνει στη σπηλιά. Όταν στράφηκα προς την είσοδο, είδα κάποια γυναίκα. Στάθηκε λοιπόν μπροστά μου, έβγαλε τα ρούχα της και γυμνώθηκε εντελώς.

Εγώ δεν ταράχτηκα καθόλου, αλλά, αφού έκαμα τον κανόνα μου με πολλή ησυχία και φόβο Θεού, όταν τον τελείωσα, τότε την ρωτώ. Κάθισε να σου μιλήσω και τότε κάνω ότι θέλεις». Αυτή λοιπόν κάθισε και εγώ της λέω. « Χριστιανή είσαι ή ειδωλολάτρισσα;» Εκείνη μου είπε «Χριστιανή». «Και δεν ξέρεις σε ποιο μέρος πηγαίνουν εκείνοι που πορνεύουν, της ξανάλεω»; Εκείνη τότε μου είπε.« Ναι , ξέρω ». Και γιατί θέλεις να πορνεύσεις; « Γιατί πεινώ», μου αποκρίθηκε εκείνη.

Μόλις άκουσα αυτό, λυπήθηκα και πληγώθηκα πολύ και της είπα. « Παρακαλώ σε, μην πορνεύσεις και να έρχεσαι κάθε μέρα να σου δίνω απ’ εκείνη την τροφή που οικονομεί και σε μένα ο Θεός ». Η φτωχιά γυναίκα από τότε έμεινε σώφρων και κάθε μέρα ερχόταν και τις έδινα τροφή, μέχρι που αναχώρησα από τους τόπους εκείνους.