Η καταστροφή στο Δραγατσάνι

Η διαταγή του Αλέξανδρου Υψηλάντη ήταν σαφής: Καμιά ελληνική κίνηση δεν έπρεπε να γίνει στο παραδουνάβιο μέτωπο πριν από τις 8 Ιουνίου του 1821. Με τον κύριο όγκο των στρατευμάτων του, προχωρούσε προς το Δραγατσάνι, όπου σκόπευε να δώσει μάχη. Προς το Δραγατσάνι κινιόταν και ο Ιερός Λόχος με αρχηγούς τον από τους ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας Αθανάσιο Τσακάλωφ και τον, αδερφό του Αλέξανδρου, Νικόλαο Υψηλάντη. Προς τα εκεί συνέκλινε κι ο Γιωργάκης Ολύμπιος με τον στρατό του. Εκεί είχε ήδη φτάσει ο Βασίλειος Καραβίας (1773 – 1830) με τους καβαλάρηδες.

Ο Καραβίας ήταν έμπειρος αξιωματικός, είχε υπηρετήσει στον ρωσικό στρατό και διοικούσε το ελληνικό ιππικό. Έφτασε πριν απ’ όλους, είδε τους Τούρκους οχυρωμένους σ’ ένα μοναστήρι και εκτίμησε πως ήταν του χεριού του. Θεώρησε υπερβολική τη διαταγή του Υψηλάντη. Στις 7 Ιουνίου, διέταξε επίθεση.

Με 800 καβαλάρηδες, όρμησε στο μοναστήρι που αντιστεκόταν. Λίγες ώρες αργότερα, 1500 Τούρκοι κατέφταναν ενίσχυση στους πολιορκημένους. Οι Έλληνες βρέθηκαν στη μέση. Οι πιο πολλοί έφυγαν να κρυφτούν στο διπλανό δάσος. Ο Καραβίας έμεινε να πολεμάει με μόνο εξήντα συντρόφους. Πολεμούσε ακόμη, όταν έπειτα από εξαντλητική πορεία έφτασε στην περιοχή ο Ιερός Λόχος που μπήκε στη μάχη με βήμα ταχύ, τραγουδώντας τον ύμνο της Φιλικής Εταιρείας: 375 αξιωματικοί και οπλίτες. Ο αγώνας ήταν άνισος. Ο Καραβίας, με όσους επέζησαν, έφυγε στο δάσος. Οι ιερολοχίτες έμειναν.

Ο αρχηγός των Τούρκων τους φώναξε:

«Παραδοθείτε. Σας εγγυώμαι τη ζωή σας». Του απάντησαν πως οι Έλληνες ποτέ δεν παραδίδονται.

Έπεφταν ο ένας μετά τον άλλον, ένας αξιωματικός, 25 υπαξιωματικοί, 120 στρατιώτες, ώσπου έφτασε ο Γιωργάκης Ολύμπιος κι έσωσε τους υπόλοιπους.

Το κακό είχε γίνει. Το φευγιό των ανδρών του Καραβία μετέδωσε τον πανικό στο στρατό του Υψηλάντη, που έφτασε τελευταίος. Οι περισσότεροι το έσκασαν στα σπίτια τους. Η εκστρατεία διαλύθηκε από μια κουταμάρα. Ξημερώματα 8 Ιουνίου του 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έγραφε οργισμένος την τελευταία ημερήσια διαταγή του, μνημείο θαυμασμού και επαίνου για τον Ιερό Λόχο και καταγγελίας για τους ριψάσπιδες. Ο Τσακάλωφ, δίπλα του, έκλαιγε.