Η πανδημία της ισπανικής γρίπης εκδηλώθηκε τον Φεβρουάριο του 1918, προτού καν λήξουν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και ολοκλήρωσε τον κύκλο της τον Απρίλιο του 1920 αφήνοντας πίσω της 500 εκατομμύρια κρούσματα – το ένα τρίτο του πληθυσμού της Γης τότε – μεταξύ των οποίων περί τα 50 εκατομμύρια θανάτους. Διεκδικεί επάξια τον χαρακτηρισμό μιας από τις φονικότερες πανδημίες στην ιστορία της Ανθρωπότητας.
Σε αντιδιαστολή με ό,τι υπονοεί το όνομα, ο συγκεκριμένος τύπος γρίπης δεν εκδηλώθηκε στην Ισπανία, ούτε η παραπάνω χώρα έχει να επιδείξει στατιστικά δεδομένα τέτοια, που να την κάνουν να ξεχωρίζει. Ο πραγματικός λόγος της ετυμολογίας πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός ότι η Ισπανία, ως χώρα ουδέτερη στο πλαίσιο του πολέμου, δεν γνώρισε το φαινόμενο της λογοκρισίας σε αντίθεση με τα εμπόλεμα κράτη, ούτε συμμετείχε σε πολεμικές επιχειρήσεις εν εξελίξει τη στιγμή κατά την οποία ξέσπασε η πανδημία.
Αποτέλεσμα ήταν να χρεωθεί την επιλογή της να δημοσιοποιήσει τα πραγματικά στοιχεία και όχι την πλαστή (σαφώς υποβαθμισμένη) εικόνα που παρήγαγαν για λογαριασμό της χώρας τους οι υπηρεσίες λογοκρισίας των εμπολέμων κρατών.
Η επέλαση της πανδημίας πραγματοποιήθηκε σε τέσσερα διαδοχικά κύματα (αρχές 1918, τέλος 1918 – το φονικότερο, αρχές 1919 και άνοιξη 1920). Η απαρχή του φαινομένου εντοπίζεται στις 4 Μαρτίου 1918 σε στρατόπεδο του Κάνσας, όπου εκπαιδεύονταν οπλίτες με προορισμό τη Γαλλία και την πρώτη γραμμή του μετώπου. Σε αυτό, άλλωστε, οφείλεται και η διασπορά του ιού σε άλλα στρατόπεδα αλλά και από τις ΗΠΑ προς την Ευρώπη.
Ξεκινώντας από τη Βρέστη (λιμένα υποδοχής των αμερικανικών ενισχύσεων αλλά και κύρια ναυτική βάση του γαλλικού πολεμικού ναυτικού) ο ιός διαδόθηκε ταχύτατα σε ολόκληρη τη Γαλλία. Μέχρι τον Μάιο είχαν πληγεί η Μεγάλη Βρετανία, η Ιταλία και η Ισπανία.
Το δεύτερο και μακρόθεν φονικότερο κύμα εκδηλώθηκε τον Αύγουστο του 1918 και σχετίζεται επίσης με τον επαναπατρισμό των στρατευμάτων. Οι ομαδικοί πανηγυρισμοί, οι οποίοι μέσα στο φθινόπωρο πλαισίωσαν τη λήξη του πολέμου, επιδείνωσαν, όπως ήταν επόμενο, την όλη κατάσταση. Το φαινόμενο εξαπλώθηκε ανεξέλεγκτα στους κόλπους του άμαχου πληθυσμού.
Κατά τους μήνες Σεπτέμβριο με Δεκέμβριο καταμετρήθηκαν 292.000 θάνατοι στις ΗΠΑ έναντι 26.000 δυο χρόνια νωρίτερα στο ίδιο, πάντοτε, χρονικό διάστημα (δεν υπολογίζονται οι απώλειες του πολέμου).
Η Νέα Υόρκη βίωσε τα πρώτα θανατηφόρα περιστατικά, ενώ στη Φιλαδέλφεια μια παρέλαση με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για τις ανάγκες του πολέμου (Philadelphia Liberty Loans Parade) στις 28 Σεπτεμβρίου είχε ως τραγικό απολογισμό την απώλεια 12.000 ατόμων.
Από το δεύτερο κύμα επλήγησαν επίσης χώρες της λατινικής Αμερικής (ειδικότερα η Βραζιλία), της Ασίας (Οθωμανική Αυτοκρατορία, Περσία, Κίνα, Ιαπωνία), της δυτικής και της ανατολικής Αφρικής (Αιθιοπία). Στην υπερπληθή και ανέκαθεν προβληματική Ινδία καταμετρήθηκαν πάνω από 12,5 εκατομμύρια θάνατοι μέσα στο τελευταίο τέταρτο του 1918.

Η επέλαση του τρίτου κύματος διαδέχθηκε σχεδόν αμέσως εκείνη του δευτέρου. Με την είσοδο του 1919 πρώτη κτυπήθηκε η Αυστραλία και εν συνεχεία η Ευρώπη (Μεγάλη Βρετανία, Ισπανία, Σερβία) και η Αμερική (ΗΠΑ, Μεξικό). Η θνησιμότητα δεν κυμάνθηκε στα επίπεδα του δευτέρου κύματος. Παρά ταύτα, υπήρξε υψηλότερη από εκείνη του πρώτου. Η κατάσταση εξομαλύνθηκε τον Ιούνιο του ιδίου έτους.
Το τέταρτο και τελευταίο κύμα (Ιανουάριος – Απρίλιος 1920), αν και μικρότερης έντασης, κτύπησε μεμονωμένα με αξιοσημείωτες συνέπειες. Πόλεις των ΗΠΑ όπως η Νέα Υόρκη (6.372 θάνατοι), το Ντητρόιτ, το Κάνσας, η Μινεάπολη κατέγραψαν ποσοστά, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνούσαν το σύνολο των θανάτων ολόκληρου του 1918. Κράτη όπως η Ισπανία, η Δανία, η Γερμανία, η Φινλανδία, η Ελβετία, το Περού και η Ιαπωνία γνώρισαν μια καθυστερημένη έξαρση με καταβολές από το τέλος του προηγουμένου έτους.
Διασπορά της πανδημίας (1918-1920).
Ο συνολικός απολογισμός της πανδημίας σε πλανητική κλίμακα δεν έχει εξακριβωθεί πλήρως. Τα κρούσματα υπολογίζονται γύρω στα 500 εκατομμύρια, δηλαδή το ένα τρίτο του πληθυσμού της Γης. Περισσότερο δύσκολη είναι η εκτίμηση των θανάτων, αν και είναι γενικότερα αποδεκτό ότι πρόκειται για μια από τις πλέον θανατηφόρες πανδημίες στην Ιστορία.
Μελέτες, οι οποίες χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1970 και έπειτα, παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ τους ως προς το σημείο αυτό. Συγκεκριμένα κυμαίνονται μεταξύ 21,6 και 100 εκατομμυρίων ατόμων. Οι περισσότερες, ωστόσο, κατεβάζουν τον πήχη αρκετά κάτω από τα 50 εκατομμύρια, κάτι που αντιστοιχεί στο 1 έως 6% του συνολικού πληθυσμού.
Στην Ελλάδα, τα πρώτα κρούσματα της ισπανικής γρίπης εκδηλώθηκαν στη Θεσσαλονίκη και στην Πάτρα κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο του 1918.
Το δεύτερο κύμα του φθινοπώρου υπήρξε κατά πολύ βαρύτερο τόσο ως προς τα συμπτώματα (ρινική αιμορραγία, πνευμονία, εγκεφαλίτιδα, υψηλός πυρετός, πνευμονικό οίδημα νεφρίτιδα, αιματουρία και κώμα – ουσιαστικά δεν υπήρχε όργανο του ανθρώπινου οργανισμού που να μην έχει προσβληθεί από τον ιό) όσο και σε ποσοστά θανάτων. Μέσα στον Οκτώβριο μόνο, στην Αθήνα καταμετρήθηκαν 1.726 περιστατικά εκ των οποίων κατέληξαν τα 616 (ποσοστό 35,5%).
Τον Νοέμβριο το ποσοστό κινήθηκε σε ανάλογο επίπεδο (634 θάνατοι, 36,7%). Η Θεσσαλονίκη θρήνησε 5.284 θύματα, η Πάτρα πάνω από 800, ο Βόλος 86. Στην ύπαιθρο ιδιαίτερα επλήγησαν η δυτική Μακεδονία (πεδίο εχθροπραξιών μέχρι πρότινος με 4.436 θανάτους) ενώ η Σκύρος αποδεκατίστηκε στην κυριολεξία: κατέγραψε 1.000 θύματα, που ισοδυναμούσαν με το ένα τρίτο των κατοίκων της. Από τον Δεκέμβριο, ωστόσο, η κατάσταση βελτιώθηκε αισθητά.
Εν ολίγοις, η Ελλάδα κτυπήθηκε από το δεύτερο και φονικότερο κύμα της επιδημίας δίχως να υποφέρει περισσότερο από τα επόμενα δυο του 1919 και 1920, σε αντίθεση με πολλές ευρωπαϊκές και όχι μόνο χώρες.
Τα περιοριστικά μέτρα, τα οποία υιοθετήθηκαν τη στιγμή της έξαρσης του φαινομένου, περιλάμβαναν δεκαπενθήμερη αναστολή λειτουργίας δημοσίων και ιδιωτικών υπηρεσιών, σχολείων, δημοσίων θεαμάτων, απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 17.00 μ.μ. έως τις 5.00 π.μ., απαγόρευση συναθροίσεων κ.ά.. Η ποινή για τους παραβάτες ήταν η επιτόπου σύλληψη.
Η οικονομική ζωή της χώρας (η οποία είχε σχετικά πρόσφατα βιώσει έναν εμπορικό αποκλεισμό και ήταν βαθειά διχασμένη ήδη από το 1915) υπέστη καταχείμωνα βαρύ πλήγμα. Στην κακή ψυχολογία του πληθυσμού θα πρέπει να προσθέσει κανείς και την φοβία ενάντια στην επέλαση της πανδημίας και τον ενδεχόμενο θάνατο.
Κείμενο – επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Μουρέλος