Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ ΖΕΡΒΟΥ ΤΡΙΑΔΑ

Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ
ΖΕΡΒΟΥ ΤΡΙΑΔΑ

Η νεραιδένια ομορφιά
της κόρης των αγρών,
του Δία και της Δήμητρας,
τα θεϊκά της κάλλη,
μαγνήτισαν, εμαγεψαν
στο δάσος των νεκρών,
του κάτω κόσμου τον Θεό,
τον άρχοντα του Αδη.

Λουλούδια,κλωνια μάζευε,
στα Νύσια πεδία,
κάτω απο ήλιο Ελληνικό,
με Θεϊκή παρέα!
Την Αθηνά,την Άρτεμη
κι ουράνια μελωδία,
ηχούσε απ’του Απόλωνα,
την λύρα την ωραία.

Οι αμφορείς δροσίζανε
τα θεϊκά της χείλη,
που οι πρωθιέρειες του ναού,
της προικισμένης κόρης,
φρόντισαν να γεμίσουνε,
με νέκταρ, πριν το δείλι,
απλώσει τα βελούδινα,
πέπλα ψηλά στα όρη.

Τα πάλευκα χεράκια της,
τα κρινοδάκτυλά της,
συνάντησαν στην ρεματιά
τον Νάρκισσο του Άδη,
το άνθος που με πονηριά,
της έβαλε μπροστά της,
ο Πλόυτων και λησμόνησε,
φίλες και μάνα ομάδι.

Τον ακολούθησε λοιπόν,
με πάθη θολωμένη,
κατέβηκε στα τάρταρα,
στο σκότος,στις σιωπές…
Αρχισε να τηνε ζητά,
μια μάνα απελπισμένη,
που γέμισε με δάκρυα
την πλάση και σκιές.

Δεν αποδέχτηκε ποτέ
την αποπλάνησή της!
Απαίτησε να επιστραφεί,
απο τον Θεό των κρότων,
τον βασιλιά των κεραυνών!
Μα η απαίτησή της,
δεν βρήκε αντιστάθμισμα,
απ’τον Πλούτωνα των σκότων…

Είχε προλάβει να γευτεί,
της λησμονιάς το φρούτο!
Πολλούς καρπούς δοκίμασε!
Τ’ αλικο ρόδι η κόρη,
στον κάτω κόσμο κι άλλαξε!
Μα τι κακό’ταν τούτο;
Για έξι μήνες η μάνα της
καθόλου δεν την θώρει…

Πέφτανε φύλλα απ΄τα δεντρά,
μαράζωνε η φύση,
πάγωναν λίμνες,ποταμοί,
οι ουρανοί μαυρίζαν!
Τα δάκρυα της Δήμητρας,
βροχή απο πάθη, μίση,
κι αρνητικά αισθήματα,
αθρώπους πλημμυρίζαν.

Μα όταν περνούσε η νάρκωση,
στο σώμα,στο μυαλό,
ως τέλειωνε ο λήθαργος
κι η κόρη συνερχόταν,
έτρεχε προς την μάνα της
κι αμέσως το καλό,
σαν ένα δίκτυ αστραφτερό,
στον κόσμο απλωνόταν.

Ελαμπε ο ήλιος κι άνθιζαν,
ξανά δέντρα και κλώνια,
χιλιάδες πλουμιστά πουλιά,
με τέλεια συνχορδία,
τραγούδαγαν και χόρευαν
στα ξεχασμένα αλώνια,
μαζεύοντας κι αυτά καρπούς,
με τέχνη,μαεστρία.

Η λάμψη έμενε στην γη,
όσο η Περσεφόνη,
περνούσε στη μητέρα της,
ώρες χαράς και μέρες!
Μα μόλις εμφανίζονταν,
ο Πλούτων στο τιμόνι,
του σκοτεινού του άρματος,
ξανάρχονταν φοβέρες…