Ο Γιάννης Σκαρίμπας γεννήθηκε στο Αίγιο της Αχαΐας (αναφέρεται ως τόπος γέννησής του και η Αγία Ευθυμία Φωκίδας) στις 28 Σεπτεμβρίου 1893. Ήταν γιος του Ευθυμίου Σκαρίμπα και της Ανδρομάχης Σκαρτσίλα, που καταγόταν από αρχοντική γενιά και ήταν μορφωμένη. Είχε μια μικρότερη αδερφή την Καλλιόπη (1915-1983) που ασχολήθηκε με την ποίηση και έζησε στην σκιά του αδελφού της (Το ποίημά της «Κλόουν» έχει μελοποιήσει ο Θάνος Ανεστόπουλος των «Διάφανων Κρίνων»).
Το 1906 αποφοίτησε από το αλληλοδιδακτικό Δημοτικό σχολείο της Ιτέας. Μετά από παρακίνηση του δασκάλου του λόγω των υψηλών επιδόσεών του ο μικρός Γιάννης γράφτηκε στο Ελληνικό Σχολείο του Αιγίου, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του (τέλειωσε το 1908) και παράλληλα πήρε πτυχίο από τη μέση δασική σχολή της πόλης.
Το 1912 εργάστηκε ως διευθυντής λογιστηρίου στο υποκατάστημα της γερμανικής εταιρείας «Singer» στην Πάτρα. Τον Ιανουάριο του 1914 στρατεύτηκε και με την είσοδο της Ελλάδας στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, βρέθηκε να πολεμάει στο μακεδονικό μέτωπο, όπου τραυματίστηκε και παρασημοφορήθηκε για τον ηρωϊσμό του. Απολύθηκε προσωρινά, ανακλήθηκε στο στράτευμα και αποστρατεύτηκε οριστικά τον Απρίλιο του 1919.
Την ίδια χρονιά προσλήφθηκε στο τελωνείο της Χαλκίδας,γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παντρεύτηκε την Ελένη Κεφαλινίτη, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά. Μετά το γάμο του αποσπάστηκε στο τότε νεοσύστατο τελωνείο της Ερέτριας, όπου έμεινε ως το 1922. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή επανήλθε στη Χαλκίδα, όπου και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Λόγω του γάμου του και της επαγγελματικής του δραστηριότητας εγκατέλειψε τις πανεπιστημιακές του σπουδές.
Νάναι σα να μάς σπρώχνει ένας αέρας μαζί
προς έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη,
καί σένα του καπέλου σου πλατειά και φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά να χαιρετάει.
Και νάν’ σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά
γι’ άστρα, τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αυτός ο άνεμος τρελά-τρελά να μας σκουντά
όλο πρός τή γραμμή των οριζόντων.
Κι όλο να λες, να λες, στα βάθη της νυκτός
για ένα – με γυάλινα πανιά – πλοίο που πάει
όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο πού πέφτει εκτός:
έξω απ’ τον κύκλο των νερών – στά χάη.
Κι όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο άνεμος μαζί
πέρ’ από τόπους και καιρούς, έως ότου – φως μου –
(καθώς τρελά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ’ την τρικυμία ατού του κόσμου…
Πηγή: https://www.sansimera.gr/anthology/342
© SanSimera.gr