Π Ρ Ο Σ Ε Γ Γ Ι Σ Η
Μιλούσε για μυστικές αρτηρίες,
για σιωπηλά εφόδια,
για κείνο το ανάλαφρο βάρος στις πλάτες
όταν η Μαρία λύνει την ποδιά της και κοιτάει απ’ το παράθυρο,
όταν δυο νέοι εμπορεύονται στο πεζοδρόμιο
λαθραία υφάσματα,
όταν ο Λαοδίκης στον εξώστη, με ριγέ πιτζάμες,
κλείνει τα μάτια του στο μέγα φως,
κι η θάλασσα μας πλησιάζει
όλους ανεξαιρέτως
διδακτική, αμερόληπτη, αμνησίκακη.
Αθήνα, 13.ΙΙΙ.85
Χ Ω Ρ Ο Σ Α Π Ο Ρ Ρ Ι Μ Μ Α Τ Ω Ν
Πίσω απ’ τη μάντρα, σπασμένα γυαλιά,
σπασμένες στάμνες και κονσερβοκούτια,
τα λυπημένα σκυλιά, οι άγριες γάτες,
πλήθος τσουκνίδες κι ανάμεσά τους
ένα μικρό λουλούδι κίτρινο,
σαν άστρο παραμελημένο,
έχει αναλάβει να πληρώσει
όλα τα σπασμένα.
Μαζί κι εγώ.