ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ: Η ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΟ ΘΕΟ

Η ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ

Τὰ ἀνδραγαθήματα τὰ κάνουν αὐτοὶ ποὺ ἔχουν παλληκαριά, μεγάλη καρδιὰ – ὄχι μεγάλο μπόι – καὶ εἶναι ἀποφασισμένοι νὰ θυσιασθοῦν. Καὶ στὸν πόλεμο, ὅσοι ἔχουν παλληκαριά, ἐπειδὴ ἔχουν καλωσύνη, δὲν σκοτώνουν, γιατὶ ἡ παλληκαριὰ δὲν ἔχει βαρβαρότητα. Ρίχνουν γύρω-γύρω ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ καὶ τὸν ἀναγκάζουν νὰ παραδοθῆ. Ὁ καλὸς προτιμάει νὰ σκοτωθῆ ἐκεῖνος παρὰ νὰ σκοτώση. Καὶ ὅταν κανεὶς ἔχη τέτοια διάθεση, δέχεται θεϊκὲς δυνάμεις. Οἱ κακοὶ εἶναι φοβητσιάρηδες, ἄνανδροι, θρασύδειλοι· φοβοῦνται καὶ τὸν ἑαυτό τους καὶ τοὺς ἄλλους, γι’ αὐτὸ ρίχνουν συνέχεια ἀπὸ φόβο.

Ὁ λιγώτερο φοβητσιάρης εἶναι καὶ λιγώτερο κακός. Θὰ κοιτάξη νὰ τὸν ἀχρηστέψη τὸν ἐχθρό, νὰ τοῦ σπάση λ.χ. τὸ πόδι, τὸ χέρι· δὲν θὰ τὸν ξεκάνη. Ἄλλο ἀνδρισμός, λεβεντιά, καὶ ἄλλο κακότητα, ἐγκληματικότητα. Δὲν εἶναι ἀνδρισμὸς νὰ πιάνης τοὺς ἐχθρούς, τοὺς αἰχμαλώτους, καὶ νὰ τοὺς σφάζης. Ἀνδρισμὸς θὰ πῆ νὰ πιάσω τὸν ἐχθρό, νὰ τοῦ σπάσω τὸ ντουφέκι καὶ μετὰ νὰ τὸν ἀφήσω ἐλεύθερο. Ὁ πατέρας μου ἔτσι ἔκανε. Ὅταν ἔπιανε τοὺς Τσέτες ποὺ ἔκαναν ἐπιδρομὲς στὰ Φάρασα, ἔπαιρνε τὰ ντουφέκια τους, τὰ ἔσπαζε καὶ τοὺς ἔλεγε: «Εἶστε γυναῖκες· δὲν εἶστε ἄνδρες». Ὕστερα τοὺς ἄφηνε ἐλεύθερους. Μιὰ φορὰ ντύθηκε χανούμισσα, πῆγε στὸ λημέρι τους καὶ ζήτησε τὸν καπετάνιο. Προηγουμένως εἶχε συνεννοηθῆ μὲ τὰ παλληκάρια του, νὰ ἐπιτεθοῦν ἀμέσως μετὰ τὸ σύνθημα ποὺ θὰ τοὺς ἔδινε. Ὅταν οἱ Τσέτες τὸν πῆγαν στὸν καπετάνιο, τοῦ εἶπε: «Διῶξε τοὺς ἄνδρες σου, γιὰ νὰ μείνουμε μόνοι μας». Μόλις ἔμειναν οἱ δυό τους, τοῦ ἅρπαξε τὸ ντουφέκι, τὸ ἔσπασε καὶ τοῦ εἶπε: «Τώρα ἐσὺ εἶσαι γυναίκα· ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἐζνεπίδης». Ἔδωσε τότε τὸ σύνθημα, ὅρμησαν τὰ παλληκάρια του καὶ ἔδιωξαν τοὺς Τσέτες ἀπὸ τὸ χωριό.

Γιὰ νὰ κάνη κανεὶς προκοπή, πρέπει νὰ ἔχη παλαβὴ φλέβα, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια. Ἀνάλογα πῶς θὰ ἀξιοποιήση τὴν παλαβὴ φλέβα, θὰ γίνη ἢ ἅγιος ἢ ἥρωας. Ἂν ὅμως δὲν βοηθηθῆ καὶ παρασυρθῆ, μπορεῖ νὰ γίνη ἐγκληματίας. Ἕνας ποὺ δὲν ἔχει παλαβὴ φλέβα δὲν μπορεῖ νὰ γίνη οὔτε ἅγιος οὔτε ἥρωας. Γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται νὰ πάρη μπρὸς μέσα μας ἡ μηχανή, νὰ δουλέψη ἡ καρδιά, ἡ παλληκαριά. Ἡ καρδιὰ πρέπει νὰ παλαβώση. Γνωρίζω πολλοὺς στρατιωτικοὺς ποὺ ἀποστρατεύθηκαν καὶ εἶναι ὅλο σκασίλα. Μερικοὶ θέλουν νὰ γίνη πόλεμος, γιὰ νὰ ἀσχοληθοῦν – τόσο πολύ! – ἐνῶ ἄλλος, μόλις τὸν καλοῦν γιὰ ἐπιστράτευση, τρέμει ἢ ἄλλος κάνει τὸν τρελλό, γιὰ νὰ μὴν ὑπηρετήση. Πόσοι ἀπόστρατοι μοῦ λένε ὅτι θέλουν νὰ πᾶνε ἐπάνω στὴν Βοσνία νὰ πολεμήσουν. Δὲν ἔχουν ἀξιοποιήσει τὴν παλληκαριά τους στὴν πνευματικὴ ζωή, γι’ αὐτό, ὅταν ἀκοῦν γιὰ πόλεμο, χαίρονται νὰ πᾶνε νὰ πολεμήσουν. Αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τόση δύναμη, ἂν εἶχαν γνωρίσει τὴν πνευματικὴ ζωή, ξέρεις τί ἄσκηση, τί ἀγῶνες θὰ ἔκαναν; Ἅγιοι θὰ ἦταν.

Ο ΦΥΣΙΚΟΣ ΦΟΒΟΣ ΕΙΝΑΙ ΦΡΕΝΟ

Πολλὲς φορὲς μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ φυσικὸς ὁ φόβος, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἀπὸ ἔλλειψη πίστεως, ἀπὸ ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στὸν Θεό. Ὁ φόβος ὅμως εἶναι καὶ φρένο, γιατὶ βοηθάει νὰ καταφύγη ὁ ἄνθρωπος στὸν Θεό. Φοβᾶται ὁ ἄνθρωπος καὶ ζητάει ἀπὸ κάπου νὰ πιασθῆ καὶ ἀναγκάζεται νὰ πιασθῆ ἀπὸ τὸν Θεό. Βλέπεις, στὰ θερμὰ μέρη ποὺ εἶναι ἄγριοι ἄνθρωποι, ἐκεῖ ὑπάρχουν τὰ ἄγρια ζῶα, τὰ μεγάλα θηρία, οἱ βόες κ.λπ., γιὰ νὰ ἀναγκασθοῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ ζητήσουν βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ καταφύγουν στὸν Θεό, καὶ νὰ βροῦν τὸν προσανατολισμό τους. Ἀλλιῶς, τί μποροῦσε νὰ τοὺς φρενάρη αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους; Ὅλα ὅσα ἔχει κάνει ὁ Θεὸς ἔχουν κάποιο νόημα.

Καὶ γιὰ τὰ μικρὰ παιδιὰ εἶναι φρένο ὁ φόβος. Μερικὰ παιδιά, ἂν δὲν τὰ φοβερίσης καὶ λίγο, δὲν ἀκοῦν κανέναν, οὔτε τὴν μάνα οὔτε τὸν πατέρα. Καὶ ἐμένα, ὅταν ἤμουν μικρός, μοῦ ἔλεγαν «ὁ μπούμπουλος». Ὁ μικρὸς στὴν ἡλικία εἶναι φυσικὸ νὰ φοβᾶται. Ἀλλὰ ὅσο μεγαλώνει τὸ παιδάκι, ὡριμάζει τὸ μυαλὸ καὶ ὑποχωρεῖ ὁ φόβος. Ὁ φυσικὸς φόβος βοηθάει μόνο στὴν παιδικὴ ἡλικία. Ὅταν μεγαλώση ὁ ἄνθρωπος καὶ φοβᾶται ἀπὸ τὸ τίποτε, τότε εἶναι νὰ τὸν λυπᾶσαι! Ἔρχονται πνευματικοὶ ἄνθρωποι στὸ Καλύβι καὶ μοῦ λένε «νά, πέθανε κάποιος δίπλα μας καὶ ἀπὸ τότε φοβόμαστε συνέχεια», καὶ μὲ παρακαλοῦν νὰ κάνω προσευχὴ νὰ τοὺς φύγη ὁ φόβος. «Ἐδῶ ἄλλοι προσπαθοῦν νὰ ἔχουν μνήμη θανάτου, τοὺς λέω, καὶ ἐσύ, πέθανε ὁ ἄλλος δίπλα σου, καὶ θέλεις νὰ διώξης τὸν φόβο!».

Φυσικὸς φόβος ὑπάρχει λίγο παραπάνω καὶ στὶς γυναῖκες. Λίγες εἶναι οἱ γυναῖκες ποὺ δὲν φοβοῦνται. Αὐτὲς ὅμως μπορεῖ νὰ δημιουργήσουν καὶ προβλήματα στὴν οἰκογένεια, γιατὶ δὲν ὑποτάσσονται. Ὅπως καὶ ἕνας ποὺ δὲν εἶναι ἐκ φύσεως δειλὸς καὶ ἔχει μιὰ παλληκαριὰ μπορεῖ νὰ γίνη ἀναιδής. Εἶναι καὶ μερικὲς γυναῖκες ποὺ φοβοῦνται πάρα πολύ. Ὅταν μία γυναίκα ἔχη φυσικὴ φοβία καὶ ἀγωνισθῆ καὶ ἀποκτήση ἀνδρισμό, εἶναι μεγάλο πράγμα. Ἡ γυναίκα, ἐπειδὴ ἔχει θυσία στὴν φύση της, ἔχει καὶ πολλὴ αὐταπάρνηση, τὴν ὁποία δὲν ἔχει ὁ ἄνδρας, παρ’ ὅλο τὸν ἀνδρισμὸ ποὺ ἔχει ἐκ φύσεως.

ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ, ΤΟΝ ΦΟΒΑΤΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Ὅσο φοβᾶται κανείς, τόσο πιὸ πολὺ ἔρχεται ὁ πειρασμός. Αὐτὸς ποὺ ἔχει δειλία πρέπει νὰ προσπαθήση νὰ τὴν διώξη. Ἐγώ, ὅταν ἤμουν μικρός, φοβόμουν νὰ περάσω στὴν Κόνιτσα ἔξω ἀπὸ τὸ κοιμητήρι. Γι’ αὐτὸ κοιμήθηκα τρία βράδυα στὸ κοιμητήρι καὶ ἔφυγε ὁ φόβος. Ἔκανα τὸν σταυρό μου καὶ ἔμπαινα μέσα – οὔτε φακὸ ἄναβα, μὴν πάθη κανεὶς καμμιὰ λαχτάρα. Ἂν δὲν ἀγωνισθῆ κανεὶς νὰ ἀνδρωθῆ καὶ ἂν δὲν ἀποκτήση τὴν πραγματικὴ ἀγάπη, σὲ μιὰ δύσκολη περίσταση θὰ τὸν κλαῖνε καὶ οἱ κουκουβάγιες.

Ἀπὸ τὴν πολλὴ καλωσύνη, τὴν ἀγάπη, τὴν αὐτοθυσία, γεννιέται ἡ παλληκαριά. Ἀλλὰ σήμερα οἱ ἄνθρωποι δὲν θέλουν νὰ ἀκοῦν γιὰ θάνατο. Ἔμαθα ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὶς κηδεῖες κ.λπ. δὲν γράφουν τώρα «Γραφεῖο κηδειῶν» ἀλλὰ «Γραφεῖο τελετῶν», γιὰ νὰ μὴ θυμοῦνται οἱ ἄνθρωποι τὸν θάνατο. Ἂν ὅμως δὲν θυμοῦνται τὸν θάνατο, ζοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Αὐτοὶ ποὺ φοβοῦνται τὸν θάνατο καὶ ἀγαποῦν τὴν μάταιη ζωή, φοβοῦνται ἀκόμη καὶ τὰ μικρόβια καὶ βρίσκονται συνέχεια νικημένοι ἀπὸ τὴν δειλία, ποὺ τοὺς κρατάει πάντα στὴν πνευματικὴ νέκρα. Οἱ τολμηροὶ ἄνθρωποι ποτὲ δὲν φοβοῦνται τὸν θάνατο, γι’ αὐτὸ καὶ ἀγωνίζονται μὲ φιλότιμο καὶ αὐταπάρνηση. Ἐπειδὴ βάζουν μπροστά τους τὸν θάνατο καὶ τὸν σκέφτονται καθημερινά, ἑτοιμάζονται πιὸ πνευματικὰ καὶ ἀγωνίζονται τολμηρότερα. Ἔτσι νικοῦν τὴν ματαιότητα καὶ ζοῦν ἀπὸ ἐδῶ στὴν αἰωνιότητα μὲ τὴν παραδεισένια χαρά. Καὶ στὸν πόλεμο, ὅποιος ἀγωνίζεται γιὰ τὰ ἰδανικά του, τὴν πίστη καὶ τὴν πατρίδα, νὰ κάνη τὸν σταυρό του καὶ νὰ μὴ φοβᾶται· βοηθάει ὁ Θεός. Ἂν κάνη τὸν σταυρό του καὶ ἀφήση τὴν ζωή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, Ἐκεῖνος θὰ κρίνη μετὰ ἂν πρέπη νὰ ζήση ἢ νὰ πεθάνη.

ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΥΠΟΘΕΣΗ

Σὲ μιὰ ἀναμπουμπούλα μεγαλύτερη ζημιὰ γίνεται ἀπὸ τὸν πανικὸ ποὺ δημιουργεῖται. Σὲ ἕναν κίνδυνο τὸ κυριώτερο ἀπὸ ὅλα εἶναι νὰ μὴν τὰ χάνη κανείς. Βλέπεις, ἡ κλῶσσα τὰ βάζει μὲ τὸν ἀετὸ καὶ ὁρμάει ἐπάνω του! Καὶ ἡ γάτα πῶς τὰ βάζει μὲ τὸν σκύλο, γιὰ νὰ σώση τὰ γατάκια! Σηκώνει τὴν οὐρά της ψηλὰ σὰν κυπαρίσσι καὶ ἀρχίζει νὰ κάνη «κίχ!…». Τὰ παίζει ὅλα κορώνα–γράμματα, καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ δειλιάζη!
Νὰ μὴν πανικοβάλλεσθε. Ἰδίως οἱ γυναῖκες εὔκολα πανικοβάλλονται. Στὴν Κατοχή, θυμᾶμαι, ἔπρεπε κάποτε νὰ πᾶμε σὲ ἕνα μέρος δυὸ ὧρες ἔξω ἀπὸ τὴν Κόνιτσα. Τὰ παιδιὰ προχώρησαν μπροστά, βρῆκαν κράνη καὶ ροῦχα στρατιωτικὰ ἀπὸ Ἕλληνες στρατιῶτες, τὰ φόρεσαν καὶ πῆγαν σὲ ἕνα ἐξωκλήσι τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Εἶχα πάει καὶ ἐγὼ ἐκεῖ νὰ προσκυνήσω. Δεκαεπτὰ χρονῶν ἤμουν. Μόλις τὰ εἶδαν οἱ μανάδες ἀπὸ μακριά, ἄρχισαν νὰ φωνάζουν «ἦρθαν οἱ Ἰταλοί!» καὶ γύρισαν νὰ φύγουν. Δὲν ρίχνουν μιὰ ματιὰ νὰ δοῦν τί εἶναι. Κράνη ἑλληνικὰ φοροῦσαν τὰ παιδιά, καὶ αὐτὲς τὰ νόμισαν γιὰ Ἰταλοὺς καὶ ἔφευγαν φοβισμένες οἱ μανάδες ἀπὸ τὰ παιδιά τους!

Τὸ θάρρος εἶναι μεγάλη ὑπόθεση. Ἂν πῆς σὲ ἕναν ὑγιῆ ποὺ εἶναι φοβητσιάρης «κίτρινος εἶσαι· τί ἔχεις;», θὰ πάη στὸν γιατρό, ἐνῶ μπορεῖ νὰ ἦταν κίτρινος, γιατὶ εἶχε ξαγρυπνήσει ἢ τοῦ πονοῦσε τὸ δόντι κ.λπ. Ὁ Ἕλληνας ἢ θὰ τραβήξη μπροστὰ ἢ θὰ πανικοβληθῆ! Οἱ δειλοὶ εἶναι ἄχρηστο πράγμα. Στὸν πόλεμο τοὺς δειλοὺς δὲν τοὺς θέλουν καθόλου· δὲν τοὺς ἔχουν ἐμπιστοσύνη. Δὲν τοὺς παίρνουν σὲ ἐπίθεση στὴν πρώτη γραμμή, γιὰ νὰ μὴ δημιουργήσουν προβλήματα. Ἕνας δειλὸς στρατιώτης, ἂν δὲν ξέρη τὸ στρατηγικὸ σχέδιο, μπορεῖ νὰ δημιουργήση τέτοιο πανικό, ποὺ νὰ διαλύση ὁλόκληρη μεραρχία. Ὁ φόβος μεγαλώνει καὶ τὴν φαντασία του καὶ μπορεῖ νὰ ἀρχίση νὰ φωνάζη «νά, ἔρχονται, ἔφθασαν, σφάζουν, φύγετε! ὤ, ποῦ θὰ πᾶμε, τόσο στρατὸ ἔχουν οἱ ἐχθροί! θὰ μᾶς φᾶνε!», ὁπότε θὰ κάνη πολλὴ ζημιά, γιατὶ εὔκολα ἐπηρεάζονται καὶ οἱ ἄλλοι. Ἕνας ὅμως ποὺ ἔχει παλληκαριά, ἂν δῆ τοὺς ἐχθρούς, θὰ πῆ «μυρμήγκια εἶναι αὐτά· δὲν εἶναι ἄνθρωποι!» καὶ τρέχουν μὲ θάρρος καὶ οἱ ἄλλοι! Γι᾿ αὐτὸ στὸν στρατὸ λένε καλύτερα πέντε γενναῖοι νὰ ἀντιμετωπίσουν μιὰ κατάσταση μὲ ψυχραιμία παρὰ εἴκοσι δειλοί.

Καὶ τὸ Σούλι δὲν θὰ μποροῦσαν οἱ Τοῦρκοι νὰ τὸ πάρουν, ἂν δὲν τὸ πρόδιδε ὁ Πήλιος Γούσης, ποὺ ἦταν μέσα ἀπὸ τὸ Σούλι. Ἀπὸ ἕνα κρυφὸ μονοπάτι τοὺς ὁδήγησε. Βλέπεις, πέντε χωριουδάκια ἦταν μονοιασμένα, ἑνωμένα, καὶ τὰ ἔβαζαν μὲ ὁλόκληρο Ἀλῆ-Πασᾶ, ποὺ εἶχε τὴν δύναμη νὰ τὰ βάζη μὲ τὸν Σουλτάνο. Τὸ Σούλι ἦταν δίπλα στὸν Ἀλῆ-Πασᾶ καὶ ὅμως τὸν ἔφερναν σβούρα. Καὶ οἱ γυναῖκες πόσο δεμένες ἦταν μεταξύ τους καὶ τί παλληκαριὰ εἶχαν! Ἔπαιρναν καὶ αὐτὲς τὴν καραμπίνα!