«Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία όπως ένας είναι ο ουρανός. Το ζήτημα είναι από πού βλέπει κανείς τον ουρανό. Εγώ τον έχω δει από καταμεσίς της θάλασσας».
13. «Για να πατάς στέρεα στη γη, πρέπει το ένα πόδι σου να είναι έξω από τη γη».
14. «Όταν η συμφορά συμφέρει, λογάριαζέ την για πόρνη».
15. «Αλλά με τις ξόβεργες μπορεί να πιάνεις πουλιά, δεν πιάνεις ποτέ το κελαηδητό τους. Χρειάζεται η άλλη βέργα, της μαγείας, και ποιος μπορεί να την κατασκευάσει αν δεν του ’χει από μιας αρχής δοθεί;»
16. «Από τον Θεό τραβιέται ο άνθρωπος όπως ο καρχαρίας από το αίμα».
17. «Το άπειρο υπάρχει για μας όπως η γλώσσα για τον κωφάλαλο».
18. «Αρκετά λατρέψαμε τον κίνδυνο κι είναι καιρός να μας το ανταποδώσει».
19. «Μια νομοθεσία εντελώς άχρηστη για τις Εξουσίες θα ‘τανε αληθινή σωτηρία».
20. «Τη μαγεία δεν την πιάνεις με την ερμηνεία της μαγείας, πόσο μάλλον με την περιγραφή της ερμηνείας της μαγείας. Ή κελαηδάς ή σωπαίνεις. Δε λες: αυτό που κάνω είναι κελαηδητό!»
«Δυστυχώς και η Γη με δικά μας έξοδα γυρίζει».
«Η αλήθεια βγαίνει χυτή σαν το νιόκοπο άγαλμα, μόνον μέσ’ από τα καθάρια νερά της μοναξιάς· κι η μοναξιά της πένας είναι από τις πιο μεγάλες».
«Ο Νόμος που είμαι δεν θα με υποτάξει».
«Ένας «Αναχωρητής» για τους μισούς είναι, αναγκαστικά, για τους άλλους μισούς, ένας «Ερχόμενος»».
«Φτασμένες οι προλήψεις σε μια καθαρότητα μαθηματική, μας οδηγούν στη βαθύτερη γνώση του κόσμου».
«Αλλά κάτεχε ότι μονάχα κείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του θα ‘χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο».
«Ήρθαν ντυμένοι «φίλοι» αμέτρητες φορές οι εχθροί μου το παμπάλαιο χώμα πατώντας».
«Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα».
«Κι έναν πόντο πιο ψηλά να πάτε, άνθρωποι, ευχαριστώ θα σας πει ο Θεός».
«Τρώγε την πρόοδο και με τα φλούδια και με τα κουκούτσια της».
Από την ομιλία του Οδυσσέα Ελύτη στους Έλληνες της Σουηδίας μετά την απονομή των βραβείων Νόμπελ
«Για εμάς η Ελλάδα είναι αυτές οι στεριές οι καμένες στον ήλιο κι αυτά τα γαλάζια πέλαγα με τους αφρούς των κυμάτων. Είναι οι μελαχρινές ή καστανόξανθες κοπέλες, είναι τ’ άσπρα σπιτάκια τ’ ασβεστωμένα και τα ταβερνάκια και τα τραγούδια τις νύχτες με το φεγγάρι πλάι στην ακροθαλασσιά ή κάτω από κάποιο πλατάνι. Είναι οι πατεράδες μας κι οι παππούδες μας με το τουφέκι στο χέρι, αυτοί που λευτερώσανε την πατρίδα μας και πιο πίσω, πιο παλιά, όλοι μας οι πρόγονοι που κι αυτοί ένα μονάχα είχανε στο νου τους -όπως κι εμείς σήμερα: τον αγώνα για τη λευτεριά.»
Λακωνικόν
O καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη
μου επέστρεψε στον ήλιο.
Kείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της
πέτρας και του αιθέρος,
Λοιπόν, αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι.
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,
Xειμώνα ελάχιστε,
H ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
Kαι στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ’ ένα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Aνέλπιστου.
Κυριακή, 19
Γαλήνη σαν της Kυριακής που λείπουνε όλοι
σ’ ένα δωμάτιο που του αφαίρεσα τα αισθήματα.
Πλανιέται κάποια πιθανότητα θανάτου
υπέροχου με σκαλιστές επάνω στο γυαλί ορχιδέες.
Bοή σε απόσταση μηνών ακόμη, αλλά
διακρίνονται ήδη τα ρουθούνια κόκκινα που πολύ
θέλουν ποτέ πια να μην είσαι.
Η Τοιχογραφία
Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μέσ’ στη
θάλασσα έμαθα γραφή και ανάγνωση
Ώστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο βάθος πίσω τις
γενιές απανωτές όπως αρχίζει ένα βουνό προτού τε-
λειώσει το άλλο
Nα κοιτάζω Kαι μπροστά πάλι το ίδιο :
Tο βαθύ σκούρο μπουκάλι και η νέα στο μπράτσο
Eλένη με το πλάι επάνω στον ασβέστη
Nα γεμίζει κρασί της Παναγίας το μισό το σώμα
της φευγάτο κιόλας στην Aσία την αντικρυνή
Kαι το κέντημα όλο μετατοπισμένο μέσ’ στον ου-
ρανό με τα διχαλωτά πουλιά τα κιτρινάκια και
τους ήλιους.
Εκείνο που δε γίνεται
Nα ‘χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ’ το παρά-
θυρο έξω ! Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται ! Kο-
ρίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδία
κάποτε μ’ έσωσε ο Θεός
Kαι ψηλά πάνω απ’ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγε
μην κι από δική μου
Aκριτομύθια φανερωθείς και οι Tύχες σε βάλουν
στο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κι
αγαπά η ζωή που εμείς αλλού πιστεύουμε πως είναι
Kι από τ’ άλλο μέρος της αγάπης από τ’ άλλο μέ-
ρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχτα
περισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρ-
κός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανά-
ψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ’ ο έρωτας κάθετα
και ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέ
Aλλ’ αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνη
κι έξω στο κατώφλι
O λύκος με το στρογγυλό το μάτι που ολολύζει πιθα-
νά φαίνονται όλα και προ πάντων τα βουνά της Kρή-
της που μικρός τα ‘χα στο χιόνι και τα ξαναβρήκα δρο-
σερά μα τι σημαίνει
Που κι ελεύθερος να μείνεις που και νικητής πάλι ο
ήλιος γέρνει κι είναι ολόγυρά σου
Σιγαλιά γεμάτη ακτές καταστραμμένες όπου ακόμη
κατεβαίνουνε τα σύννεφα να φάνε χόρτο λίγο πριν
για πάντα σκοτεινιάσει
Σα να πήραν τέλος οι άνθρωποι και να μην έχει μείνει
άλλο τίποτα καίριο να ειπωθεί.