Επιδειξιομανία ή αλλιώς …
η παρέκκλιση της χαμένης αγάπης
Σύμφωνα με τον J.A. Hadfield, εξερευνώντας την προέλευση των σεξουαλικών παρεκκλίσεων, διαπιστώνουμε ότι δεν διαφέρουν ουσιαστικά στην αιτιολογία ή στο μηχανισμό τους απ’άλλες ψυχονευρώσεις.
Είναι η στέρηση της αγάπης και η απωθημένη ανάγκη για αγάπη (ασφάλεια και σταθερότητα) που τις προκαλεί. Η πιο ουσιαστική ανάγκη του παιδιού είναι η ασφάλεια και η πιο δυνατή του επιθυμία, αυτή για προστασία και αγάπη. Στερημένο από αυτή την προστατευτική αγάπη, το παιδί νιώθει αβοήθητο, αδυνατεί να προσαρμοστεί στη ζωή και γίνεται νευρωτικό. Όταν ένα παιδί στερείται της αγάπης (αισθαντικής και προστατευτικής), πιθανώς απορρίπτει το αρχικό κανονικό αντικείμενο αγάπης και την κανονική δραστηριότητα και καταφεύγει σε μια νοσηρή αντίδραση σαν υποκατάστατο όπως το να βυζαίνει το δάκτυλο, τον αυνανισμό, ή άλλες αυτό-ερωτικές δραστηριότητες, το οποίο αργότερα συνιστά τις παρεκκλίσεις.
Αυτές οι νοσηρές αντιδράσεις καθηλώνονται και επιμένουν και αποκλείουν τη φυσιολογική σεξουαλικότητα με :
α) την υπερβολή αυτών των τάσεων και
β) την απώθηση.
Η υπερβολή καθορίζει την εμμονή της νοσηρής παρέκκλισης, η απώθηση προκαλεί τη σύλληψη και την καθήλωση. Εάν η νοσηρή τάση δεν μεγαλοποιούνταν, δεν θα είχε ελπίδα να επιμείνει. Εάν δεν είχε απωθηθεί, μέρος της libido θα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε πιο φυσιολογική σεξουαλικότητα. Όταν ολοκληρωτικά απωθείται, καθώς και όλα τα αισθησιακά αισθήματα με αυτό, καθηλώνεται και προκαλεί την παρέκκλιση.
Θα μπορούσαμε να πούμε, λοιπόν, ότι άτομα με σεξουαλικές παρεκκλίσεις, αυτό που πραγματικά ψάχνουν δεν είναι η σεξουαλικότητα, αλλά η χαμένη αγάπη, δηλ. η παρέκκλιση είναι το σύμβολο μιας βαθύτερης ανάγκης.
Πρώτα σχηματίζεται η αντίδραση παρέκκλισης, π.χ. στην περίπτωση της επιδειξιομανίας το παιδί λαμβάνει αισθησιακή ευχαρίστηση από την περιποίηση-επίδειξη των γεννητικών του οργάνων.
Όταν αυτό συνδυασθεί με τη στέρηση της τόσο σημαντικής μητρικής αγάπης, το παιδί μπορεί να υπερβάλει αυτή τη συμπεριφορά για να προσελκύσει τη μητρική αγάπη ή να πάρει αυτοϊκανοποίηση, επέρχεται δηλ. καθήλωση στη συμπεριφορά. Στη συνέχεια, λόγω ενοχών και φόβων προσωπικών (του ιδίου) ή λόγω φόβου από τη δυσαρέσκεια, τη μη έγκριση των γονιών, αναστέλλει, απωθεί την ερωτική συμπεριφορά που είχε ήδη καθηλωθεί. Εμποδίζεται έτσι η φυσιολογική σεξουαλική ανάπτυξη, και όταν αρχίζει η σεξουαλική αφύπνιση, επανέρχεται στο καθηλωμένο στάδιο της παρέκκλισης.
Ο R. Stoller θεωρεί, ότι οι επιδειξιομανείς μεταμορφώνουν το παιδικό τραύμα σε θρίαμβο του ενήλικα, ακολουθώντας το μοντέλο: “Είμαι ταπεινωμένος, είμαι εξευτελισμένος· ανακαλύπτω εκδίκηση· εγώ ταπεινώνω· έχω κυριαρχήσει στο παρελθόν”.
Στη λαϊκή γλώσσα, οι παραφιλίες αναφέρονται ως εκκεντρικό/ανώμαλο (kinky) ή αλλόκοτο (bizarre) σεξ, ενώ οι αντίστοιχοι νομικοί όροι είναι διαστροφή (perversion) ή παρέκκλιση (deviancy). Ο όρος παραφιλία είναι ελληνικός και αποτελείται από το συνθετικό παρά- (που έχει την έννοια του «πλησίον» ή του «αντίθετου προς κανόνες») και το ουσιαστικό φιλία, μια από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις που σήμαιναν «αγάπη». Ο όρος επινοήθηκε σκόπιμα για να αποστασιοποιήσει την ψυχιατρική σκέψη του 20ού αιώνα για τις σεξουαλικές αυτές διαταραχές από τον υποτιμητικό νομικίστικο όρο διαστροφή, η χρήση του οποίου ήταν διαδεδομένη στις αρχές του αιώνα, κυρίως λόγω του έργου του ευρέως αναγνωρισμένου Αυστριακού ψυχιατροδικαστή του 19ου αιώνα Krafft-Ebing.
Ψυχοδυναμικά, θεωρείται, ότι ο επιδειξίας επιβεβαιώνει τον ανδρισμό του επιδεικνύοντας το πέος του, και παρατηρώντας την αντίδραση του θύματος – φόβο, έκπληξη, αηδία. Ασυνείδητα, το άτομο νιώθει ευνουχισμένο και ανίκανο, ενώ -αν και όχι ψυχωτικό- υπάρχει διαταραχή στην αντίληψη της πραγματικότητας. Οι περισσότεροι επιδειξιομανείς ελέγχουν με δυσκολία τις παρορμήσεις τους, τις οποίες βιώνουν ως ξένες προς το εγώ τους.
Ως εκ τούτου, η επιδειξιομανία θεωρείται παραφιλική συμπεριφορά, αλλά και ψυχοπαθολογική κατάσταση. Ακόμα, πολλές φορές η επιδειξιομανία οδηγεί σε πιο επικίνδυνες αλλά και βίαιες σεξουαλικές πράξεις, όπως βιασμός, παιδοφιλία, κλπ. Για αυτό, σύμφωνα με μελέτες, που πραγματοποιήθηκαν, το 10% των ατόμων, που παρενοχλούν σεξουαλικά παιδιά, και το 8% των βιαστών, ήταν αρχικά επιδειξιομανείς. Το 33% μάλιστα των πασχόντων, συλλαμβάνεται συστηματικά για εγκλήματα σεξουαλικής ή βίαιης κατάστασης.
Οι περισσότεροι επιδειξιομανείς είναι άντρες νεαρής έως και μέσης ηλικίας και ειδικότερα η κορύφωση γίνεται στο ηλικιακό φάσμα 15-25 ετών και φτάνει μέχρι και τα 50 έτη. Σε άντρες τρίτης ηλικίας, η έκθεση των γεννητικών οργάνων δεν οφείλεται στη συγκεκριμένη διαταραχή, αλλά στην έλλειψη αναστολής, λόγω άνοιας.
Επιμέλεια – Συγγραφή κειμένου
Μαρία-Φιλομήλα Κερεμέζη