SIEMENS ΚΑΙ ΜΙΖΕΣ
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΦΟΥΣΚΕΣ
Ήταν 17 Σεπτέμβρη 1999, όταν ο δείκτης της Σοφοκλέους είχε σημειώσει το ρεκόρ ανόδου του, σκαρφαλώνοντας στις 6.500 περίπου μονάδες. Τρία χρόνια μετά, στις 17 Σεπτέμβρη 2002 – και ενώ πια ήταν δεδομένο τι είχε παιχτεί με τη “φούσκα” – ο δείκτης είχε κατρακυλήσει κάτω από τις 2.000 μονάδες.
Μέσα σε μια τριετία η συνολική απώλεια της κεφαλαιοποίησης της Σοφοκλέους ανήλθε στο αστρονομικό ποσόν των 136 δισ. ευρώ (46,3 τρισ. δραχμές). Με άλλα λόγια, τόση ήταν η διαφορά μεταξύ της συνολικής αξίας των εισηγμένων μετοχών το Σεπτέμβρη του 1999 και της αντίστοιχης αξίας τους τρία χρόνια αργότερα.
Στο αποκαλούμενο και σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου, πάνω από 140 δισ. ευρώ χάθηκαν από την υποτίμηση μετοχών. Στο αξιοσημείωτο ένα από τα συνθήματα του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2000, που οδήγησε στην επανεκλογή του Κώστα Σημίτη, ήταν το ισχυρό Χρηματιστήριο που στοιχειοθετεί μια ισχυρή εθνική οικονομία.
Τον Απρίλιο 2013 – δεκατρία χρόνια μετά το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου-, η Δικαιοσύνη ξανανοίγει έναν ογκώδη φάκελο, παραπέμποντας σε δίκη 67 άτομα (επιχειρηματίες, στελέχη χρηματιστηριακών εταιρειών, χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων κ.λπ.) που φέρονται να εμπλέκονται σε υπόθεση παραπλάνησης του επενδυτικού κοινού με μετοχές – φούσκες.
Με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που προσεγγίζει τις 1.900 σελίδες, κρίνεται ότι πρέπει να παραπεμφθούν σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας 42 από τους 67 αρχικά κατηγορουμένους κατά το αρχικό πρωτόδικο βούλευμα. Οι κατηγορίες αφορούν τα αδικήματα της απάτης κατ’ επάγγελμα και συνήθεια, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα («ξέπλυμα» χρήματος), παραβίαση της χρηματιστηριακής νομοθεσίας και υπεξαίρεση συνολικού ποσού ύψους περίπου 57 εκατ. ευρώ (την κρίσιμη περίοδο ανερχόταν σε περίπου 19 δισ. δρχ.).
Το Δεκέμβριο του 2013, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων κήρυξε αθώους τους 42 κατηγορούμενους, επιχειρηματίες, επενδυτές, χρηματιστές εφοπλιστές κ.α που κάθισαν στο εδώλιο με βαριά αδικήματα, όπως αυτά της απάτης και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα. Το Μάρτιο του 2014, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χαρ. Βουρλιώτης άσκησε αναίρεση κατά της αθωωτικής απόφασης, κρίνοντας εσφαλμένο το σκεπτικό της. Αν το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου υιοθετήσει την πρόταση του Χ. Βουρλιώτη, η απαλλακτική απόφαση θα ανατραπεί και οι εμπλεκόμενοι θα οδηγηθούν όλοι σε νέα δίκη. Αν πάλι απορριφθεί, η υπόθεση θα θα μπει οριστικά και αμετάκλητα στο χρονοντούλαπο της μεταπολιτευτικής ιστορίας.
Ίσως το πιο πολυδαίδαλο σκάνδαλο της Μεταπολίτευσης, είναι η υπόθεση της Siemens.
Eρευνάται από το 2008, τόσο από την ελληνική Δικαιοσύνη, όσο και από μια εξεταστική επιτροπή του Ελληνικού Κοινοβουλίου, σε συνεργασία με τις γερμανικές δικαστικές αρχές του Μονάχου. Η δίκη για τα μαύρα ταμεία της Siemens ξεκίνησε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων τον Φεβρουάριο του 2017, 11 χρόνια μετά την έναρξη της έρευνας στην Ελλάδα, με συνολικά 64 κατηγορούμενους, Έλληνες και Γερμανούς, μεταξύ των οποίων πρώην στελέχη της Siemens Ελλάδας, πρώην στελέχη της μητρικής εταιρίας αλλά και στελέχη του ΟΤΕ που φέρονται ως αποδέκτες μαύρου χρήματος. Το σκάνδαλο αποκαλύφθηκε όταν έγινε γνωστό στη Γερμανία ότι η Siemens δαπάνησε 1,3 δις ευρώ σε αμφιλεγόμενες πληρωμές (δωροδοκίες) για να εξασφαλίζει συμβόλαια σε διάφορες χώρες μεταξύ των ετών 1999 και 2006. Στελέχη της Siemens έχουν ισχυριστεί ότι συνολικά το ποσόν των 130 εκατομμυρίων μάρκων είχε δοθεί σε Έλληνες.
Τον Φεβρουάριο του 2010 συστάθηκε εξεταστική επιτροπή του ελληνικού Κοινοβουλίου, αποτελούμενη από 19 βουλευτές από όλα τα κόμματα. Πρόεδρος της επιτροπής είναι ο βουλευτής ΠΑΣΟΚ Σήφης Βαληράκης. Οι εργασίες της επιτροπής παρατάθηκαν αρχικά ως τις 30 Ιουνίου 2010, καθώς “προκύπτουν ενδείξεις εμπλοκής πολιτικών προσώπων, αλλά και ευθύνες για τις δικαστικές αρχές”. Μετά από άλλη μια παράταση, τελικά οι δραστηριότητες της Εξεταστικής Επιτροπής φαίνεται ότι θα λήξουν στα τέλη Σεπτεμβρίου 2010.
Τα χρήματα φαίνεται να διοχετεύτηκαν από κρυφά ταμεία της Siemens και μέσω υπεράκτιων (offshore) εταιρειών να έφταναν στους τελικούς αποδέκτες τους. Ο κύριος διαχειριστής των χρημάτων αυτών φαίνεται να είναι ο τότε διευθύνων σύμβουλος της Siemens Ελλάδος, Μιχάλης Χριστοφοράκος, καθώς και ο πρώην διευθυντής τηλεπικοινωνιών της Siemens Ελλάδος, Πρόδρομος Μαυρίδης. Ο Χριστοφοράκος διέφυγε στην Γερμανία στις 15 Δεκεμβρίου 2007 και δικάστηκε από την γερμανική Δικαιοσύνη, ενώ εντάλματα έκδοσής του στην Ελλάδα απορρίφθηκαν από την γερμανική Δικαιοσύνη.
Μέχρι στιγμής τα παρακάτω πρόσωπα έχουν ομολογήσει την λήψη χρημάτων από τα ταμεία της Siemens:
-Ο Θεόδωρος Τσουκάτος παραδέχτηκε τον Ιούνιο του 2008 ότι το 1999 έλαβε ένα εκατομμύριο μάρκα. Υποστηρίζει πως τα χρήματα αυτά σταδιακά μπήκαν στα ταμεία του ΠΑΣΟΚ, κάτι που όμως ακόμη δεν έχει αποδειχτεί.
-Ο Τάσος Μαντέλης παραδέχτηκε τον Μάιο του 2010 ότι το 1998 και το 2000 έλαβε 200.000 και 250.000 μάρκα αντίστοιχα. Για το πρώτο ποσό κατονόμασε την Siemens, ενώ για το δεύτερο δήλωσε ότι δεν γνωρίζει την προέλευσή τους. Από τις 27 Μαΐου 2010 έχει απαγορευτεί στον Τάσο Μαντέλη η έξοδος από την χώρα. Το αδίκημα της δωροδοκίας έχει παραγραφεί, όμως φαίνεται ότι ο Τάσος Μαντέλης θα δικαστεί για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα. Τον Ιούλιο του 2017, ο Τάσος Μαντέλης κρίθηκε ομόφωνα ένοχος από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων για το αδίκημα του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος.
Από τη δεκαετία του ’90 ως σήμερα κάποιες από τις σημαντικότερες συμβάσεις μεταξύ Siemens Ελλάς και ελληνικού δημοσίου είναι οι παρακάτω:
-η ψηφιοποίηση των τηλεφωνικών κέντρων του ΟΤΕ (μαζί με την Intracom) από το 1990 ως το 1997
-το σύστημα C4I για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004
-το τρίτο τμήμα του Προαστιακού (μαζί με τις Τέρνα και Άκτωρ)
-ντιζελάμαξες και τροχαίο υλικό ΟΣΕ και ΗΣΑΠ
-το πρόγραμμα τηλεπικοινωνιών “Ερμής” του Ελληνικού Στρατού (μαζί με την Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία), από το 1999, για 300 εκ. ευρώ, με χρόνο παράδοσης το 2006
-προμήθειες των δημόσιων νοσοκομείων.
NOVARTIS
Ένα από τα πιο “φρέσκα” σκάνδαλα της Μεταπολίτευσης αφορά την πολυεθνική φαρμακοβιομηχανία Novartis, η οποία έχει έδρα στην Βασιλεία της Ελβετίας, αλλά και τη διερευνώμενη εμπλοκή πολιτικών προσώπων.
Η δικογραφία αφορά δύο πρώην πρωθυπουργούς, τον Αντώνη Σαμαρά και τον Παναγιώτη Πικραμμένο, καθώς και τους πρώην υπουργούς Γιάννη Στουρνάρα, Δημήτρη Αβραμόπουλο, Άδωνι Γεωργιάδη, Ευάγγελο Βενιζελο, Ανδρέα Λυκουρέντζο, Μάριο Σαλμά, Ανδρέα Λοβέρδο και Γιώργο Κουτρουμάνη. Οι πράξεις που αναφέρονται στη δικογραφία είναι η δωροληψία, παθητική δωροδοκία και η απιστία σχετικά με την υπηρεσία.
Η δικογραφία στις 6 Φεβρουαρίου 2018 έφτασε στη Βουλή. Η ζημιά του δημοσίου υπολογίζεται σε 3 δισ. ευρώ.
Η δικογραφία βασίζεται πάνω σε τρεις προστατευόμενους μάρτυρες. Σύμφωνα με τους τρεις μάρτυρες, οι παράνομες πληρωμές ανέρχονται σε ποσά που αγγίζουν τα 50 εκατ. ευρώ και έλαβαν χώρα σε χρονικό διάστημα που ξεκινά από το 2007 και φτάνει έως το 2015. Οι πληρωμές γίνονταν με βαλίτσες γεμάτες χαρτονομίσματα ή μέσω συνεργατών. Οι καταθέσεις των τριών προστατευόμενων μάρτυρων με τις κωδικές ονομασίες “Μάξιμος Σαράφης”, “Αικατερίνη Κελέση” και “Ιωάννης Αναστασίου” έγιναν τμηματικά και με χρονική απόσταση, δέκα ή και είκοσι ημερών. Άλλοι 17 μάρτυρες έχουν καταθέσει αλλά δεν αναφέρονται σε δωροδοκίες πολιτικών.
Η αντιπολίτευση κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι επεμβαίνει στην απονομή της δικαιοσύνης και κάνει λόγο για “κουκουλοφόρους” και μάρτυρες που δεν φέρουν φερεγγυότητα. O πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας ζήτησε να διαλευκανθεί άμεσα η υπόθεση χωρίς κουκούλες και να παρουσιαστούν οι ανώνυμοι μάρτυρες