ΕΦΥΓΕ ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 15 ΜΑΙΟΥ 1886

ΕΦΥΓΕ ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 15 ΜΑΙΟΥ 1886

Ντύνεται πάντα στα λευκά
όταν χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας
τρόμος την κυριεύει
τρέχει στο δωμάτιό της να κρυφτεί·
μιλάει στους επισκέπτες πάντα πίσω απ’ την πόρτα.
Τρέμει μην προδοθεί
γράφει ποιήματα και τα καταχωνιάζει στο συρτάρι
ζητάει απ’ την αδερφή της όταν πεθάνει να τα κάψουν
μα μόνη της να τα κάψει δεν μπορεί
είναι η μαρτυρία της πως πέρασε απ’ τη ζωή αυτή.
Στο χωριό τη λένε παράξενη, τη σχολιάζουν,
(τι πρωτοτυπία!)

Όμως εκείνη κάποια αθωότητα, κάποια αγνότητα
μοιάζει στο όνειρό της να έχει βρει
ωστόσο δύσκολο να τη μοιραστεί.
Είναι τόσο μόνη που επιλέγει την απομόνωση
έχει παραμέσα κι άλλη απομόνωση, επιλέγει κι εκείνη
φτάνει στην άκρα απομόνωση, τώρα ένας θάνατος
θα την ελευθερώσει.

Είναι η Έμιλυ Ντίκινσον
μια ποιήτρια που άφησε εποχή,
αν έζησε κάποια εποχή.
Ένα πλάσμα απόκοσμο, τραγικό και λευκό μαζί
ταξίδεψε με όχημα την ψυχή
έζησε στον κόσμο της περισσότερο απ’ όλους
τον γνώρισε καλύτερα απ’ τους περισσότερους
δεν μόνοιασε με το περιβάλλον ποτέ
βρήκε τοίχο αδιαπέραστο μπροστά
και γύρισε πίσω, από κει άνοιξε είσοδο
για τον ιδιωτικό παράδεισο – αν τον βρήκε,
όσο τον βρήκε.

Αν τον έζησε, αν είναι αυτή
μια απόφαση της λογικής.
imageΌμως έτσι την ορμήνευσε ο δείκτης
του ρολογιού της.
Πλάσμα απ’ τα λιγοστά
τα παράξενα, τα αλλόκοτα για τη συνηθισμένη ματιά.
Ντύνεται πάντα στα λευκά
επέστρεψε σε μια παρθενία δίχως όρια.

Είναι η Έμιλυ Ντίκινσον
μια ποιήτρια που μ’ αρέσει πολύ
γιατί ο βίος της μαρτυρά
πως είχε λεπτή κι ευσυγκίνητη καρδιά.
Και τα ποιήματά της είναι γεμάτα απ’ αυτή.
Σε έναν κόσμο που όλοι φεύγουν απ’ τον εαυτό τους μακριά
και χάνονται μες στα σκοτάδια και τη λησμονιά
καλό είναι να τη ρίχνει κανείς μια ματιά.
Γιατί αυτή η γυναίκα δεν θέλει άλλο να πει
παρά πως πήρε το δρόμο που οδηγεί στην πηγή
κι αν έζησε λίγο, σύντομα και οδυνηρά
άφησέ πίσω της ποιήματα εκλεκτά.

Σκέφτεται λοιπόν κανείς: αξίζει έτσι άνθρωπος να ζει;
Κι η απάντηση είναι: γιατί, αξίζει αλλιώς;
Να σε αφομοιώσει ο μηχανισμός
να γίνεις κάτι χωρίς τέλος και αρχή
που θα ΄χει πάντα στον ορίζοντα
μια απλησίαστη μακρινή γιορτή,
κι αντί να κρατάς λουλούδια στην αγκαλιά
να κρατάς πάντα λιγάκι πόνο,
θλίψη και θυμό για συντροφιά.
«Μα, ήταν παράξενη», θα μου πεις.
Αυτή ήταν παράξενη ή εμείς?
. 🌿 . 🌿 . 🌿 .
Κωνσταντίνος Κόλιος.