Δημήτρης Λιαντίνης: Ιδού το κλειδί, η αιτία, ο λόγος της εθνικής μας σχιζοφρένειας…

Είμαστε ένας λαός χωρίς ταυτότητα.

Με
μια ιστορία που ο ίδιος τη νομίζει λαμπρή. Και απορεί, πώς και δεν
πέφτουν οι ξένοι ξεροί μπροστά στο μεγαλείο της. Οι ξένοι όμως, σαν
συλλογιούνται την ελληνική ιστορία, την αρχαία εννοώ, γιατί για τη νέα
δεν έχουν ακούσει, και βάλουν απέναντι της εμάς τους Νεοέλληνες, φέρνουν
στο μυαλό τους άλλες παραστάσεις.

Φέρνουν στο μυαλό τους κάποιους καμηλιέρηδες που περπατούν στο Καρνάκ και στη Γκίζα.
Τι
σχέση ημπορεί να ‘χουν, συλλογιούνται, ετούτοι οι φελλάχοι του Μισιριού
σήμερα με τους αρχαίους Φαραώ, και το βασιλικό ήθος των πυραμίδων τους;

Την
ίδια σχέση βρίσκουν οι ξένοι στους σημερινούς Έλληνες με τους αρχαίους.
Οι θεωρίες των διάφορων Φαλμεράυερ έχουν περάσει στους Φράγκους. Εμείς
θέλουμε να πιστεύουμε ότι τους αποσβολώσαμε με τους ιστορικούς, τους
γλωσσολόγους, και τους λαογράφους μας. Λάθος. Κρύβουμε το κεφάλι με το
λιανό μας δάχτυλο.

Και βέβαια. Πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ο
μέγας γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις έλεγε αυτά που έλεγε, -ορθά- κι από την
άλλη έβριζε το Σολωμό μας αγράμματο, και τη γλώσσα του σκύβαλα και
μαλλιαρά μαλλιά;

Σχέση με τους αρχαίους Έλληνες έχουμε εμείς,
λένε οι Γάλλοι, οι Εγγλέζοι και οι Γερμανοί. Εμείς, που τους
ανακαλύψαμε, τους αναστυλώσαμε, τους εξηγήσαμε. Για τους Ευρωπαίους οι
Νεοέλληνες είμαστε μια δράκα ανθρώπων απρόσωπη, ανάμεσα σε βαλκανιλίκι,
τουρκολογιά και αράπηδες.

Είμαστε οι ορτοντόξ. Με το ρούσικο τυπικό στη
γραφή, με τους κουμπέδες και τους τρούλλους πάνω από τα σπίτια των
χωριών μας, με ακτινογραφίες σωμάτων και σκουληκόμορφες φιγούρες αγίων
στους τοίχους των εκκλησιών.

Οι Ευρωπαίοι βλέπουνε τους πολιτικούς
μας να ψηφίζουν στη Βουλή να μπει το «ορθόδοξος» στην ευρωπαϊκή μας
ταυτότητα, κατά τη διαταγή των παπάδων, και κοιτάνε ανακατωμένοι και
ναυτιάζοντας κατά το θεοκρατικό Ιράν και τους Αγιατολάχους. Τέτοιοι οι
βουλευτές μας, ακόμη και της Αριστεράς.

«Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι
βουλεπταί εκατάστρεψαν το έθνος». Έτσι γράφει ο Παπαδιαμάντης.

Θέλεις νά ‘χεις πιστή την εικόνα του
Νεοέλληνα; Λάβε το ράσο του γύπα και του κόρακα. Λάβε τις ασπιδωτές
κοιλιές των ιερέων, το καλυμμαύκι του Μακαρίου Β’ της Κύπρου. Και τα
γένεια τα καλογερικά, που κρύβουν το πρόσωπο, καθώς άκοσμοι αγκαθεροί
φράχτες τους αγρούς. Και τις κουκουλωμένες καλόγριες, την άλλη έκδοση
του φερετζέ της Τούρκισσας, και έχεις τον Νεοέλληνα φωτογραφία στον
τοίχο…

Απέναντι σε τούτη τη μελανή και γανιασμένη φοβέρα, φέρε
την εικόνα του αρχαίου Έλληνα, για να μετρήσεις τη διαφορά. Φέρε τις
μορφές των νέων σωμάτων, τις ευσταλείς και τις διακριτές. Να ανεβαίνουν
από την Ολυμπία και τους Δελφούς, καθώς λευκοί αργυρόηχοι κρότοι
κυμβάλων.

Τους ωραίους χιτώνες τους χειριδωτούς, και τα λευκά ιμάτια τα
πτυχωτά και τα ποδήρη.

Τα πέδιλα από δέρματα μαροκινά, αρμοσμένα στις
δυνατές φτέρνες. Φέρε την εικόνα που μας αφήσανε οι γυναίκες της αρχαίας
Ελλάδας. Οι κοντυλογραμμένες, με τις λεπτές ζώνες, τον κυανό
κεφαλόδεσμο, και το ζαρκαδένιο τόνο του κορμιού. Οι Ελληνίδες του Αργούς
και της Ιωνίας, οι λινές και οι φαινομηρίδες.

Τρέχουνε στα όρη μαζί με
την Αταλάντη. Και κοιμούνται στα κοιμητήρια σαν την Κόρη του Ευθυδίκου.
Όλες και όλοι στηριγμένοι χαρούμενα σε κάποια μαρμάρινη στήλη, σ’ ένα
λιτό κιονόκρανο, σε μια κρήνη λευκή της Αγοράς. Με περίγυρα τους ωραίους
γεωμετρημένους ναούς, αναπαμένους στο φως και στην αιθρία. Άνθρωποι,
και θεοί, και αγάλματα ένα.

Όλα ετούτα, για να συγκρίνεις την
παλαιή και τη νέα Ελλάδα, να τα βάλεις και να τα παραβάλεις. Και στήσε
τον Φράγκο από δίπλα, να τα κοιτάει και να τα αποτιμά. Με το δίκιο του
θά ‘χει να σου ειπεί: άλλο πράμα η μέρα και το φως, και άλλο η νύχτα και
οι μαύροι βρυκολάκοι. Δε γίνεται να βάλεις στο ίδιο βάζο υάκινθους και
βάτα.

Και κάπου θα αποσώσουν επιτιμητικά την κρίση τους: Ακούς
αναίδεια; Να μας ζητούν κι από πάνω τα ελγίνεια μάρμαρα. Ποιοι μωρέ; Οι
χριστιανοχομεΐνηδες;

Αλλά είναι καιρός από τις ασκήσεις επί
χάρτου να περάσουμε στα πεδία των επιχειρήσεων. Να κοιτάξουμε την
πυρκαγιά που αποτεφρώνει το σπιτάκι μας.

Οι Νεοέλληνες εκρατήσαμε το σχήμα μόνο από τους Έλληνες.

Η μάζα όμως, το πι που λένε οι φυσικοί,
είναι καθαρά εβραίικη. Και ο χώρος, το βραύνιπι ή β που λένε οι φυσικοί,
μέσα στον οποίο συντελέστηκε η αφελλήνιση των Ελλήνων είναι το
χριστιανικό Βυζάντιο. Και ο χρόνος, ο Ιειτιριιβ ή το ΐ που λένε οι
φυσικοί, που στη διάρκεια του συντελέστηκε ο εξεβραϊσμός των Ελλήνων
είναι από τον καιρό του Θεοδόσιου μέχρι σήμερα. Ο Θεοδόσιος εγκρέμισε
τους ναούς, έσπασε τα αγάλματα, έκλεισε τα στάδια, τα θέατρα, τα
ελληνικά σχολεία.

Όλες τις πηγές που ποτίζανε την ελληνική
αντίληψη ζωής. Γι’ αυτό τον εβαφτίσανε Μέγας. Όπως εβαφτίσανε Μέγας και
τον προαγωγό του, με τη διπλή σημασία η λέξη, τον Κωνσταντίνο. Τον
καίσαρα που έσφαξε τη γυναίκα του και το γιό του. Και τους εβάφτισαν
Μέγας, εκείνοι που εβάφτισαν Μέγας και τους Αθανάσιους, τους Βασίλειους,
και όσους τέτοιους. Όλοι τους γκρεμιστάδες, παραχαράκτες, αλάριχοι,
βάνδαλοι της ελληνικής ιδέας.

Έλληνες λοιπόν στο δέρμα. Και
Εβραίοι στα κόκαλα και στο αίμα, στην καρδιά, στα άντερα και στη χολή.
Ιδού το κλειδί, η αιτία, ο λόγος της εθνικής σχιζοφρένειας.

Πίσω
από τα Σκόπια, από το Αιγαίο, τις Ολυμπιάδες, την Κύπρο, πίσω από τους
κατσιβελισμούς, τα δάνεια και τις ψωροκώσταινες· πίσω από Εξαρχόπουλους,
Μεταξάδες και Παπαδοπουλέους· πίσω από Μαρίκες και Μιμίκες και
κατσίκες, και Κοσκωτάδες και σκατάδες· πίσω από Κορυδαλλούς και κοριούς
και καθάρσεις και λοιμοκαθαρτήρια· πίσω από ρουσφέτια και βιλαέτια και
κασαβέτια, βρίσκεται η εθνική μας σχιζοφρένεια. Αυτή απεργάστηκε την
εθνική πόλωση, και την εθνική αταυτότητα.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Γκέμμα» του Δημήτρη Λιαντίνη (κεφάλαιο «Ο Ελληνοέλληνας»)