ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ (Αθήνα, 1922-1988)
Ανάσταση
“Δεν σʼ ακολουθώ πια” φώναξα, μα εκείνος μʼ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα., πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε για να μη μας γκρεμίσουν,
κι οι οργανοπαίκτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους απροστάτευτη απʼ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απʼ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους,
κι αυτό το κάθαρμα ο αμαξάς, προσπαθούσε να κρύψει μʼ ένα σάλι το βρώμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα, πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του,
έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα, κρυφά, και νοίκιασα ένα δωμάτιο σʼ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου,
τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλομό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, “πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν” είπε λυπημένος,
γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για τον σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στον δρόμο.
ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ (Αθήνα, 1895-1976)
Των θυρών κεκλεισμένων
Συμβαίνει να σωπαίνει κάποτε η Εκκλησία,
παρʼ όλο που τελείται γιορτή επιβλητική.
Μην έχοντας καμπάνες, άμφια και λιτανεία,
ξεχύνεται η διάθεση όλη η εορταστική
στην εσωτερική πια λατρεία, καθιερωμένη
σε τέτοιες περιστάσεις. Καθώς ο διπλανός σου
αγνοεί τι πανηγύρι μέσα σου έχει στηθεί,
μια και δεν συμμετέχει σε τίποτα γνωστό του,
ξυπνάει και σε αντικρίζει κι ευθύς αναρωτάται:
Πώς έτσι ο γείτονάς μου ξανάνθισε αδοκήτως;
Ποιο Πάσχα του Κυρίου, έξω ταγμένου χρόνου,
γιορτάζει εν αγνοία των άλλων χριστιανών;
Αδιάφορος προς όλα, ο κρύφιος εορταστής.
Paratum est cor ejus για τη σπουδαία Θυσία.
Στολίζει τους βωμούς του, υψώνει τη Χαρά
και την μετουσιώνει σε σκεύη αχτιδωτά.
Μʼ ευλάβειαν αναλίσκει το περιεχόμενό τους
κι ύστερα κάμνει απόλυση, τελείως μεταρσιωμένος.
Σημαίνουν τότε εντός του μυριάδες οι καμπάνες,
σε τέτοιο αλαλαγμό τους, που ουδέποτε χαλκός
τραγούδησε στη γη μας με τόσην ευφροσύνη,
με τόση φωτεινότητα και τόσο διαυγώς.