Αντώνης Φωστιέρης Ποίηση 1970-2005

ΕΦ’ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΥΛΗΣ
Δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω.
Τα φύλλα είναι πράσινα
Ο Έκτορας δασύνεται
Στη στεριά δε ζει το ψάρι
Οι Αχαιοί κατέβηκαν
το δύο χιλιάδες προ Χριστού
Ο Δούναβης διασχίζει την Ευρώπη
Ο Έντισον εφεύρε τον φωνόγραφο
Τα πράγματα διακρίνονται σε κινητά και ακίνητα
Η φάλαινα γεννάει φαλαινάκια
Ο Μαρξ υπήρξε γόνος αστικής οικογενείας
Η αγκινάρα τρώγεται
Ο βίος βραχύς η τέχνη μακρά
Δεν ξέρω πού να σταματήσω.

~.~

ΤΟ ΣΩΜΑ
Το σώμα εγκαταλείπει βιαστικό τα ξένα σώματα
Γυρνάει τυφλό σε μια φωλιά ζεστό σκοτάδι
Εκεί θα μηρυκάσει το χορτάρι του έρωτα
Σε φύλλα μέθης θα τυλίξει τα φιλιά –
Το σώμα είναι ζώο και βοσκάει ανάμνηση
Σβήνει το ξάναμμα στα υγρά της μοναξιάς του
Το σώμα θρέφεται με ακρίδες νοσταλγίας
Το σώμα ξεδιψάει με δάκρυα.

(Από τη συλλογή: Το θα και το να του θανάτου, 1987)

~~..~~

Η ΑΡΑΧΝΗ
Καθόμουν ώρες μες στην πλήξη μου και χάζευα
Όπως το κάνουν όλοι αυτοί που κουραστήκανε
Από τα τόσα που ελπίζουν ότι ζήσανε
Στο χλιαρό κενό τού να μη σκέφτομαι καθόμουνα
Παρατηρώντας μιαν αράχνη που αιωρείτο.
Εκείνη κάτι θα σκεφτότανε φαντάζομαι
Γιατί όλο ανέβαινε το σιχαμένο ιστό της
Έμενε ακίνητη συσπώντας τις κεραίες κι έπειτα
Ακάθεκτη ορμούσε στο κενό.
Μύγα ή ζωύφιο δεν πέρασε, όσο είδα.
Όμως η θήρα προχωρούσε δίχως θήραμα
Με τη σοφία εκείνου που γνωρίζει πως το ανύπαρκτο
Θέλει δραστήρια τέχνη να το αδράξεις.
Σοφία ωραία λιλιπούτειου τέρατος
Που σε κλωστούλα σάλιου παραμόνευε
Να παγιδέψει το άπιαστο
Και με χαψιές μεγάλες τέλος καταβρόχθισε
Τις ώρες μου, την πλήξη, το κενό.

(Από τη συλλογή: Η σκέψη ανήκει στο πένθος, 1996)

~~..~~

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ
Μαθαίνω κάνει πάντα παγωνιά.
Κι εσύ δεν πήρες φεύγοντας
Ούτε κουβέρτα.

Να σκεπάζεσαι καλά
Με το χώμα σου.

(Από τη συλλογή: Πολύτιμη λήθη, 2003)