Πόσες χάρες η αγαπημένη ζητά!
Η ξαγαπητή ευχές δεν έχει.
Πόσο χαίρομαι που το νερό σταματά
Και κάτω απ’ τον πάγο δεν τρέχει.
Θα σταθώ πάνω του – και Θεός βοηθός! –
Πάνω στον αχνό εύθραυστο πάγο.
Και εσύ φύλαξε, σαν να ’ναι θησαυρός,
Για απόγονους τα γράμματά μου
Προκειμένου ενώπιον τους μια και καλή
Να σταθείς τολμηρός και φρενήρης.
Στη δική σου λαμπρή δοξασμένη ζωή
Πως ν’ αφήσουμε άδειες σελίδες;
Είναι τόσο γλυκό το φαρμάκι της γης
Και του έρωτος γερού δικτύου.
Είθε το όνομά μου, στο βυθό εποχής,
Να το βρουν τα παιδιά σε βιβλίο.
Κι αφού μάθουν τα νέα αυτά θλιβερά,
Πονηρά θα γελάνε, ωστόσο
Αν γαλήνη κι αγάπη δε θα δώσεις πια,
Χάρισέ μου πικρή έστω δόξα.
1912
(μτφρ. Ξένια Καλαϊτζίδου)