Στις 13 Οκτωβρίου 1904, σκοτώνεται, στο χωριό Στάτιστα Καστοριάς, που σήμερα φέρει το όνομά του, ο Παύλος Μελάς, η εμβληματική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα.
Οι τελευταίες στιγμές του Παύλου Μελά
Ο Βενέζης αναφέρεται στο χρονικό του Ιωάννη Σ. Νοτάρη, το οποίο «συμπυκνώνει αυθεντικά τα συμβάντα»:
«Στις 13 Οκτωβρίου του 1904 με το παλαιό ημερολόγιο ο Παύλος Μελάς με το σώμα του ήταν στη Στάτιτσα. Κατά το απομεσήμερο η γυναίκα που τον φιλοξενούσε ήρθε να τον ειδοποιήση ότι Τουρκικός στρατός είχε ξεκινήσει απ’ το Κονομπλάτι για τη Στάτιτσα»
»Ο βούλγαρος αρχικομιτατζής Μήτρος Βλάχος είχε στείλει μια χωριάτισσα να πη στους Τούρκους πως τάχα στη Στάτιτσα κρυβόταν αυτός – ο Βούλγαρος – με τη συμμορία του. Οι Τούρκοι το πίστεψαν. Και νομίζοντας πως κυνηγάνε τον Βούλγαρο πέσανε πάνω στον Παύλο Μελά.»
Το τουρκικό απόσπασμα έφτασε έξω από την πόρτα του σπιτιού που κρύβονταν επτά άνδρες του Μελά και έπειτα στην πόρτα του σπιτιού που κρυβόταν ο ίδιος.
«Τότε ο Μελάς σημάδεψε κι έριξε απ’ το παράθυρο, ενώ οι Τούρκοι σκορπίστηκαν, έπιασαν θέσεις κι άρχισαν να πυροβολούν. Όταν οι πυροβολισμοί σταμάτησαν, κατέβηκαν όλοι κάτω, στο στάβλο, για να μην καούν αν οι Τούρκοι έβαζαν φωτιά στο σπίτι.
»Ξαφνικά ο Μελάς αντίκρυσε ένα Τούρκο στρατιώτη που πλησίαζε. Τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Ήταν κι όλας σούρουπο. Βγήκαν στην αυλή (…) Ακούστηκε τότε ένας πυροβολισμός κι η φωνή του Μελά που έλεγε: ‘Στη μέση με πήρε παιδιά’.
»Μπήκε πάλι μέσα στο στάβλο, ο Μελάς φώναξε τον Πύρζα κοντά του, έβγαλε το σταυρό απ’ το λαιμό του: ‘Το σταυρό να τον δώσης στη γυναίκα μου, και στο Μίκη το ντουφέκι μου και να τους πης πώς έκαμα το καθήκον μου. (…) Σε λίγο άρχισε να πονά: ‘Σκοτώστε με παιδιά. Πώς θα μ’ αφήσετε στους Τούρκους…’ Ο Πύρζας γονάτισε και τον φίλησε στο στόμα που τόνιωσε ψυχρο. ‘Εδώ είμαι καπετάνιο. Δεν σ’ αφήνουμε’, ‘Πονώ’, είπε πάλι και ξεψύχησε»
Για τις ακριβείς συνθήκες του Παύλου Μελά έχουν εκφραστεί πολλές θεωρίες.
Ο Βενέζης μεταφέρει όσα του διηγήθηκαν τότε οι κάτοικοι της παλαιάς Στάτιτσας. Σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, τη σορό του Μελά αρχικά έθαψαν σε κρυφό σημείο οι γυναίκες του χωριού, λίγο αργότερα όμως από φόβο μην ανακαλυφθεί η σορός από τους Τούρκους, ένας από τους πιστούς του άνδρες «ο Ντίνας, υπακούοντας στις αρχαίες αρματωλικές συνήθειες, έκοψε το κεφάλι του Μελά, τόβαλε στον τορβά του, ξανάθαψε το ακέφαλο σώμα κι έφυγε».
Το 1907 με ενέργειες του Στέφανου Δραγούμη, το σώμα και το κεφάλι του Παύλου Μελά ετάφησαν μαζί κάτω από την Αγία Τράπεζα του μητροπολιτικού ναού της Καστοριάς.
Το 1950 τα οστά του μεταφέρθηκαν σε τάφο στο εσωτερικό του παρεκκλησίου των Ταξιαρχών.
Ο θάνατος του κινητοποίησε το επίσημο ελληνικό κράτος να αναλάβει οργανωμένη, αν και επίσημη
Στις 2 Οκτωβρίου 1904, ο Παύλος Μελάς είχε επικοινωνήσει τια τελευταία φορά με τη σύζυγό του Ναταλία:
…Είμαι ευτυχής διότι είσαι υπερήφανη δι’ εμέ, έστω και αν τούτο είναι παρ’ αξίαν μου προς το παρόν. Εις το μέλλον θα προσπαθήσω να γίνω άξιος της υπερηφανείας σου αυτής.
Σου γράφω υπό ραγδαίαν παγωμένην βροχήν, ως και η κάπα μου στάζει.
Σε φιλώ άλλην μίαν φοράν και σου εύχομαι, αγάπη μου, ευτυχίαν και χαράν εις τον βίον σου.
Την νύκτα εις τα λημέρια μας, όταν τυχόν φανή ένα άστρον σου στέλνω χίλια φιλιά νοερώς…
Ο Παύλος σου.
ΥΓ: Βρέχει, βρέχει, βρέχει, φρίκη