ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΣΤΩΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΣΤΩΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Ιδρυτής της Στωικής Φιλοσοφίας (Στωικισμός) υπήρξε περί το 300 π.Χ. ο Ζήνων ο Κιτιεύς από την Κύπρο, 336-264 π.Χ. Αυτός δίδασκε στην Αθήνα, στην Ποικίλη Στοά, εξ ου και το όνομα στωικός

Ο Ζήνων πίστευε ότι μόνον η φιλοσοφία και τα αποτελέσματα τα οποία αυτή επιφέρει στη ζωή του ανθρώπου δίδουν σ’ αυτόν την ευτυχία. Έλεγε δε χαρακτηριστικά ότι “αφ’ ότου εναυάγησα ευπλοώ”.

Ο Στωικισμός φαίνεται ότι αποτελεί εξέλιξη των ιδεών των Κυνικών. Της Σχολής αυτής ιδρυτής υπήρξε ο Αντισθένης, μαθητής του Σωκράτη. Αυτός εξέφρασε μ’ έναν ακραίο τρόπο τις διδασκαλίες του μεγάλου φιλοσόφου και διαμόρφωσε την αντίληψη ότι ενάρετος είναι εκείνος ο οποίος δεν κατέχει ούτε έχει ανάγκη από κανένα υλικό αγαθό, ομοιάζοντας έτσι προς τον Θεό, ο οποίος “ουδενός δείται”.

Ο Ζήνων, επηρεασμένος προφανώς από τη διδασκαλία των κυνικών φιλοσόφων περί αποχής από τα υλικά αγαθά, τοποθετημένος σε μια πιο ισορροπημένη θέση, διδάσκει την ολιγάρκεια, την ανεξαρτησία από τα πράγματα του κόσμου, την απαλλαγή από τα πάθη και το “ζην κατά φύσιν”, (“ομολογουμένως τη φύσει ζην, όπερ ταυτό του κατ’ αρετήν ζην”).

Για να μπορέσει όμως ο άνθρωπος να ζει κατά φύσιν, να ζει δηλαδή υγιώς.

θα πρέπει πρώτα να τη γνωρίσει. Και για να γνωρίσει κάποιος τη φύση του απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αταραξία και η γαλήνη της ψυχής. Εδώ στηρίζεται, κατά τους στωικούς, η έννοια της Ηθικής.

Οι ιδέες των στωικών δεν έμειναν αμετάβλητες καθ’ όλη την διάρκεια της ενεργού ύπαρξης της Σχολής. Αυτές μεταβάλλονταν ανάλογα με τις ιδέες και την προσωπικότητα του εκάστοτε αρχηγού της. Έτσι εμφανίζεται κατά καιρούς μια μεγάλη ποικιλία σχετικά με την κοσμοθεωρία αυτών.

Αυτό που έμεινε όμως στη βάση του αναλλοίωτο απ΄ όλη τη στωική διδασκαλία και μέχρι το τέλος του Στωικισμού και το οποίο μας ενδιαφέρει κατά κύριο λόγο εδώ, είναι η διδασκαλία περί Ηθικής.

Λόγω αυτών γενικά των διαφορών ο Στωικισμός διαιρέθηκε σε τρεις περιόδους: στην αρχαία, τη μέση και τη νεότερη Στοά.

Στην πρώτη περίοδο ανήκουν ο Ζήνων, ο Χρύσιππος και ο Κλεάνθης, στη δεύτερη, ο Βόηθος, ο Παναίτιος και ο Ποσειδώνιος και στην τρίτη, ο Σενέκας, ο Μουσώνιος, ο Επίκτητος και ο Μάρκος Αντωνίνος ( Μάρκος Αυρήλιος).

Ο Ζήνων έγραψε πολλά βιβλία, όπως τα: “Περί του όλου”, “Περί ανθρώπου φύσεως”, “Περί Πολιτείας” κ.ά. εκ των οποίων δεν σώζεται κανένα. Το ίδιο ισχύει και για το διάδοχο του Ζήνωνα στη Σχολή, τον Χρύσιππο.

Όσα γνωρίζουμε για τους πρώτους στωικούς προέρχονται από αποσπάσματα μεταγενεστέρων. Και αυτά όμως είναι αβέβαια ως προς τη γνησιότητα και την αυθεντικότητά τους.

Πλήρη διασωθέντα συγγράμματα έχουμε μόνο δύο νεότερων στωικών, του Επίκτητου (ο οποίος υπήρξε δούλος απελεύθερος) και του Μάρκου Αυρηλίου, Ρωμαίου αυτοκράτορα (…και “Έλληνα στην ψυχή”).

Ο Επίκτητος (έζησε μεταξύ του 50 π.Χ. και του 120 μ.Χ. και μυήθηκε στο Στωικισμό από τον Μουσώνιο Ρούφο) έγραψε το “Εγχειρίδιο” και ο μαθητής του Αρριανός (ο συγγραφέας του “Αλεξάνδρου Ανάβασις”) έγραψε, από τις σημειώσεις που κρατούσε, τις “Διατριβές”. Ο δε Μάρκος Αυρήλιος έγραψε στην ελληνική γλώσσα “Τα εις εαυτόν”.

Ο Στωικισμός, περνώντας από διάφορες φάσεις, παρέμεινε ακμαίος και ζωντανός επί τέσσερις αιώνες. Στο τέλος, με την εμφάνιση του Χριστιανισμού, απορροφήθηκε και ενσωματώθηκε σταδιακά σ΄ αυτόν.

Οι στωικοί, ακολουθώντας το παράδειγμα του Σωκράτη, έδωσαν μεγαλύτερη σημασία στην πρακτική εφαρμογή της Φιλοσοφίας (Ηθική και Βιοτική), απ’ όσο στη Λογική και τη Φυσική. Χωρίς την ηθική η ενασχόληση του ανθρώπου με τη λογική και τη φυσική, όχι μόνο δεν οδηγεί πουθενά, σε κανένα ουσιαστικό όφελος του ανθρώπου, αλλά μπορεί να αποβεί επιζήμια γι’ αυτόν.

Κατ’ αυτούς η Φιλοσοφία (η επιστήμη η ασχολούμενη περί της αληθείας και της φύσεως των πραγμάτων) είναι “Τέχνη της ζωής” και σκοπό έχει να ρυθμίζει τη ζωή του ανθρώπου κατά τρόπο πραγματικά (ουσιαστικά) ωφέλιμο γι’ αυτόν και να τον οδηγεί στην ευδαιμονία και στην εκπλήρωση του αντικειμενικού σκοπού της ζωής του. Η ευδαιμονία του ανθρώπου βρίσκεται στη συμφωνία της βούλησής του με το θείο λόγο που διέπει τον κόσμο.

Σύμφωνα με τον Ζήνωνα, πνεύμα και ύλη είναι το ενεργητικό (Ποιούν ή λόγος) και το παθητικό (πάσχον) στοιχείο της μίας γενεσιουργού Αρχής. Ο κόσμος είναι το σώμα του Θεού.

Ο άνθρωπος καθορίζεται από μια πολύ ισχυρή, φυσιολογική (έμφυτη) ανάγκη: τη διαρκή προστασία και προαγωγή (υπέρβαση) της ζωής του σύμφωνα με τη φύση του. Ο Επίκτητος αναφέρει εδώ χαρακτηριστικά ότι, κατά τον Σωκράτη, η μεγαλύτερη ευτυχία του ανθρώπου είναι να παρακολουθεί κάθε ημέρα τον εαυτό του βελτιούμενο.

Πάθη για τους στωικούς είναι η περισσότερο ή λιγότερο έντονη αρνητική και νοσηρή (ασυνείδητη, παθητική και ανεξέλεγκτη) κίνηση της ψυχής με διαχωριστικά και καταστρεπτικά (αυτο- και ετερο- ) στοιχεία. Από την εμφάνιση δε και την ανεξέλεγκτη λειτουργία των παθών, τα οποία παρασύρουν αναστέλλοντας κάθε λογική λειτουργία του ανθρώπου, προέρχεται κάθε δυστυχία στη ζωή του.

Τα πάθη σπέρνονται από πολύ νωρίς στη ζωή του ανθρώπου και εμφανίζονται αργότερα με διάφορες μορφές: εγωικές αρρώστιες και διαταραχές(4) για τις οποίες, προκειμένου να αποβληθούν οριστικά, απαιτείται εκπαίδευση και συνεχή άσκηση του ανθρώπου. Η αποβολή αυτή μπορεί να γίνει μόνο από το Ηγεμονικό (το συνειδητό Εγώ) του ανθρώπου.

Με άλλα λόγια, για τους στωικούς η αποβολή (έλεγχος) των παθών γίνεται όταν μπορεί ο άνθρωπος να ισορροπεί μεταξύ της ευπάθειας και της εμπάθειας, επιτυγχάνοντας την απάθεια.

Οι βλέψεις όμως των στωικών εκτείνονται πολύ μακρύτερα από την επίτευξη της ευτυχίας του ανθρώπου σ’ αυτή τη ζωή αφού ο Επίκτητος στις Διατριβές του ( ΙΙ, ιθ΄, 27) λέει ότι “θεόν εξ ανθρώπου επιθυμούντα γενέσθαι”. Επομένως, ο τελικός σκοπός της Στωικής Φιλοσοφίας δεν είναι απλώς η εφαρμογή ορισμένων βιοτικών ή ηθικών αρχών, αλλά η θέωση του ανθρώπου.

Έργο του φιλοσόφου, κατά τους στωικούς, είναι να φροντίζει για το Ηγεμονικό του, το νου και την ψυχή του (εσωτερική ζωή) και όχι για τα εξωτερικά πράγματα, τα οποία πρέπει να τον απασχολούν και να τα αντιμετωπίζει με τη λογική.

Αναφερόμενος ο Επίκτητος στους αρχαίους (πρώιμους) στωικούς, οι οποίοι έκαναν και δίδασκαν την άσκηση στην εγκράτεια, στην απάθεια, στην πλήρη αποχή κ.λπ., έλεγε ότι… οι άνθρωποι δεν πρέπει να φτάνουν σε υπερβολές…

Αλλού πάλι ο ίδιος κορυφαίος στωικός λέει ότι “…το σχολείο του φιλοσόφου είναι σαν το ιατρείο (χειρουργείο), από το οποίο βγαίνουν οι φοιτώντες ευχαριστημένοι μεν, αλλά πονεμένοι…Και αυτό συμβαίνει αφού δεν μπαίνουν σε αυτό υγιείς…”.

Οι αφιλοσόφητοι, κατά τους στωικούς, ζουν τυχαία, οδηγούμενοι από το μοιραίο, χωρίς κατεύθυνση, χωρίς σκοπό και η ζωή τους φεύγει μάταια. Είναι σαν να μην έζησαν καν…Επομένως, παραδέχονται οι στωικοί μαζί με όλους τους Έλληνες φιλοσόφους, μόνον οι ασχολούμενοι με τη Φιλοσοφία βρίσκουν τον ορθό δρόμο της ζωής. Το δρόμο που οδηγεί προς την ευτυχία, την ευδαιμονία και την ελευθερία. Μόνον ένας φιλόσοφος μπορεί να είναι πραγματικά ελεύθερος, ακόμα και αν είναι δούλος…

Σοφία είναι για τους στωικούς η υποταγή (η συνειδητή και επομένως ελεύθερη) του ανθρώπου στο Θεό και η παραδοχή της ειμαρμένης ( νομοτέλεια, φύση, πρόνοια).

Η αντίληψη του στωικού για τη ζωή δεν είναι, όπως πιστεύουν πολλοί, παθητική. Ο στωικός φιλόσοφος δηλαδή δεν κηρύσσει την αποχή από τις διάφορες δραστηριότητες. Γι’ αυτό και η Στωική Φιλοσοφία ρίζωσε στη Ρώμη, όπου, τουλάχιστον μέχρι το τέλος της δημοκρατίας, οι εκπρόσωποι της ανώτερης τάξης έβλεπαν ως κύριο τρόπο καταξίωσης της ύπαρξής τους τη δραστηριοποίησή τους στην πολιτική και στρατιωτική “αρένα”.

Ο Στωικισμός αποτελεί μία σημαντική φιλοσοφική σχολή των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων (300 π.Χ. – περίπου 250 μ.Χ.), η οποία ιδρύθηκε στην Αθήνα από τον Ζήνωνα τον Κιτιέα με κέντρο την «Ποικίλη Στοά» από όπου και πήρε το όνομά της η Σχολή.

Κατά τους στωικούς, η ανθρώπινη φύση είναι τμήμα της παγκόσμιας φύσης, η οποία καθοδηγείται και κυβερνάται από τον συμπαντικό νόμο της Λογικής. Ο άνθρωπος, ως έλλογο ον, συγγενεύει όχι μόνο με τα άλογα ζώα αλλά και με τους Θεούς και πέραν του ενστίκτου διαθέτει και ηθική αίσθηση.

Κύριο ζητούμενο του βίου είναι συνεπώς το να ζει κάποιος σύμφωνα με την φύση του, η οποία για τον άνθρωπο, μέσω της λογικότητάς του (στα λατινικά ratio), ωθεί προς την Αρετή, άρα το «κατά Φύσιν ζην» σημαίνει «κατ’ Αρετήν ζην». Η Αρετή είναι το μόνο αγαθό και μόνο από αυτήν εξαρτάται η ευημερία. Όλα τα υπόλοιπα πράγματα, ευχάριστα ή δυσάρεστα, στερούνται αξίας, είναι «αδιάφορα».